μεσουράνημα: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσουράνημα''': τό, [[ὅταν]] ὁ [[ἥλιος]] εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ [[μέσον]] τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.
|lstext='''μεσουράνημα''': τό, [[ὅταν]] ὁ [[ἥλιος]] εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ [[μέσον]] τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />situation d’un astre (<i>particul.</i> du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.<br />'''Étymologie:''' [[μεσουρανέω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσουρᾰνημα Medium diacritics: μεσουράνημα Low diacritics: μεσουράνημα Capitals: ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mesouránēma Transliteration B: mesouranēma Transliteration C: mesouranima Beta Code: mesoura/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A culmination, Str.3.5.8, Cleom.2.1, Ptol. Alm.8.4, Theo Sm.p.159 H., etc.    2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al.    3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26.    4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.

German (Pape)

[Seite 140] τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel, S. Emp. adv. astrol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεσουράνημα: τό, ὅτανἥλιος εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ μέσον τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
situation d’un astre (particul. du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.
Étymologie: μεσουρανέω.