ὑπερβατός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰτός Medium diacritics: ὑπερβατός Low diacritics: υπερβατός Capitals: ΥΠΕΡΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hyperbatós Transliteration B: hyperbatos Transliteration C: ypervatos Beta Code: u(perbato/s

English (LSJ)

ή, όν, later ός, όν (v. infr.),

   A that can be passed or crossed, scaleable, of a wall, Th.3.25, PEnteux. 13.5 (iii B. C.); accessible to trespassers, PFay.110.9 (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν PRyl.138.16 (i A. D.).    2 transposed, of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι . . τὸ ἀλαθέως Pl.Prt.343e; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή Arist.Rh.Al.1435a37; νοήσεις ὑπερβατοί thoughts expressed in inverted phrases, D.H.Th.52. Adv. -τῶς in inverted order, Arist.Rh. Al.1438a28, Str.8.3.10, 8.6.7; so δι' ὑπερβατοῦ D.H.Th.31; cf. foreg.    3 Subst. -τός, ὁ, name of a βρόχος, Heraclasap.Orib. 48.18.1.    II Act., going beyond, τῶνδ' ὑπερβατώτερα going far beyond these, A.Ag.428 (lyr.); extravagant, ἐνύπνια Arist.Div.Somn. 463b1. Adv. -τῶς miraculously, δημιουργεῖται Hp. de Arte 11.

German (Pape)

[Seite 1192] adj. verb. zu ὑπερβαίνω; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ περιτείχισμα, Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, λέξις ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. ὑπερβεβλημένως, adv. part. perf. pass. zu ὑπερβάλλω, auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβᾰτός: -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπερβαίνω, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι... τὸ ‘ἀλαθέως’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· σύνθεσις ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - οὕτως ἐπίρρ. -τως, = καθ’ ὑπερβατόν, ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. ὑπερβατόν. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν πέραν ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· ἔκτακτος, ἀσυνήθης, ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut traverser ou franchir;
2 qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβαίνω.