ἀργιλλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργιλλώδης''': ἢ ἀργῑλώδης, ες, [[ὅμοιος]] ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «[[ἀργιλλώδης]], ὁ [[ῥυπαρός]]· ἢ [[ἀργιλλώδης]] γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά». | |lstext='''ἀργιλλώδης''': ἢ ἀργῑλώδης, ες, [[ὅμοιος]] ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «[[ἀργιλλώδης]], ὁ [[ῥυπαρός]]· ἢ [[ἀργιλλώδης]] γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />argileux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργιλλος]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἀργῑλώδης, ες,
A clayey, ἀργιλωδεστέρην γῆν Hdt.2.12, cf. Arist.Mete.352b10, Thphr.HP3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργιλλώδης: ἢ ἀργῑλώδης, ες, ὅμοιος ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «ἀργιλλώδης, ὁ ῥυπαρός· ἢ ἀργιλλώδης γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
argileux.
Étymologie: ἄργιλλος, -ωδης.