Κέρκυρα: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κέρκῡρα''': ἡ, ἡ [[νῆσος]] [[Κέρκυρα]], ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται [[ἐνίοτε]], Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· [[ὡσαύτως]], Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. [[μάστιξ]], ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν [[βασανιστήριον]] [[ὄργανον]] ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. [[τύπος]] Κορκ- (Corcyra) [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, [[ὥστε]] ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]]· ἀλλ’ [[ὅμως]] μόνον ὁ [[τύπος]] Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ. | |lstext='''Κέρκῡρα''': ἡ, ἡ [[νῆσος]] [[Κέρκυρα]], ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται [[ἐνίοτε]], Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· [[ὡσαύτως]], Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. [[μάστιξ]], ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν [[βασανιστήριον]] [[ὄργανον]] ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. [[τύπος]] Κορκ- (Corcyra) [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, [[ὥστε]] ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]]· ἀλλ’ [[ὅμως]] μόνον ὁ [[τύπος]] Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />Corcyre (Corfou), <i>île de la mer Ionienne</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê d’origine illyrienne, Κέρκυρ (<i>cf. lat.</i> quercus), « l’île aux chênes ». | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, and Κερκῡραῖοι, οἱ,
A = Κόρκυρα, Κορκυραῖοι, in codd. of Hdt., Th., and later Attic Inscrr., IG22.96, etc.; early Attic Inscrr. and Corcyraean coins have Κορ-, IG12.295, BMus.Cat.Coins Thessaly p.117, Corinth p.112.
Greek (Liddell-Scott)
Κέρκῡρα: ἡ, ἡ νῆσος Κέρκυρα, ἥτις νῦν καὶ «Κορφοὶ» λέγεται ἐνίοτε, Ἡρόδ., κτλ.· ― Ἐπίθ. Κερκυραῖος, α, ον, Ἡρόδ. 3. 48, κτλ.· ὡσαύτως, Κέρκυρ, ῡρος, Ἀλκμὰν 83· Κ. μάστιξ, ἦτο ἰδιαιτέρως φοβερὸν βασανιστήριον ὄργανον ἐκ πολλῶν λωρίδων συγκειμένη, καλουμένη κωμικῶς Κερκυραῖα πτερὰ παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1462, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· ― τὰ Κερκυραϊκά, δηλ. πράγματα, Θουκ. 1. 118. Ὁ Λατ. τύπος Κορκ- (Corcyra) συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν ἀντιγράφων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1463, Στράβ. 44, 299, Διόδ. 4. 72, Παυσ. 1. 11 6., 5. 27, 9, κτλ.· καὶ οὕτω συνεχῶς φέρεται ἐπὶ νομισμάτων, ὥστε ὁ Spanh. πιστεύει ὅτι οὗτος εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος· ἀλλ’ ὅμως μόνον ὁ τύπος Κερκ- ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., Θουκ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Corcyre (Corfou), île de la mer Ionienne.
Étymologie: DELG pê d’origine illyrienne, Κέρκυρ (cf. lat. quercus), « l’île aux chênes ».