λιμόξηρος: Difference between revisions
From LSJ
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(6_16) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῑμόξηρος''': -ον, [[κατάξηρος]] ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226. | |lstext='''λῑμόξηρος''': -ον, [[κατάξηρος]] ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιμόξηρος]], -ον (Α)<br />εξαντλημένος από την [[ασιτία]], [[κάτισχνος]], [[σκελετωμένος]] από την [[πείνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιμοξήρως</i> (Α)<br />με [[εξάντληση]] από την [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ξηρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κατάξηρος]], <i>ολό</i>-<i>ξηρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.
Greek Monolingual
λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].