λόφιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_22) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λόφιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λόφος]], μικρὸς [[λόφος]]· [[ὡσαύτως]] = κάλλαια, Α. Β. 794. ΙΙ. = [[λοφεῖον]], Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109. | |lstext='''λόφιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λόφος]], μικρὸς [[λόφος]]· [[ὡσαύτως]] = κάλλαια, Α. Β. 794. ΙΙ. = [[λοφεῖον]], Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λόφιον]], τὸ (Α) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[λόφος]], [[λοφίσκος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δίον. Θρ.) «[[λόφιον]], τὸ [[κάλλαιον]] τοῡ ἀλέκτορος»<br /><b>3.</b> [[λοφείον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A λόφος 111.1, small crest, Sch. Ar.Ach.1108: also, = κάλλαιον, Sch.D.T.p.196H. II = λοφεῖον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 64] τό, λοφίον ist falscher Accent, dim. von λόφος, kleiner Hügel, VLL. – Nach B. A. 794 auch = κάλλαια; vgl. Bast zu Greg. Cor. 29. – S. auch λοφεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
λόφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόφος, μικρὸς λόφος· ὡσαύτως = κάλλαια, Α. Β. 794. ΙΙ. = λοφεῖον, Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1109.
Greek Monolingual
λόφιον, τὸ (Α) λόφος
1. μικρός λόφος, λοφίσκος
2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῡ ἀλέκτορος»
3. λοφείον.