3,241,629
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσμένω''': [[ἀναμένω]], [[περιμένω]] ἔτι [[μᾶλλον]], [[προσμένω]], Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων [[προσμένω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) [[μετὰ]] δοτ., [[παραμένω]], πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, [[ἐπιμένω]], ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― [[περιμένω]] τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. [[ὅπως]] ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303. | |lstext='''προσμένω''': [[ἀναμένω]], [[περιμένω]] ἔτι [[μᾶλλον]], [[προσμένω]], Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων [[προσμένω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) [[μετὰ]] δοτ., [[παραμένω]], πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, [[ἐπιμένω]], ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― [[περιμένω]] τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. [[ὅπως]] ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσμενῶ, <i>ao.</i> προσέμεινα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rester auprès, demeurer;<br /><b>2</b> <i>avec un suj. de chose</i> attendre ; être réservé à, τινι;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> attendre <i>en gén.</i>, acc. ; προσμένειν ἔστ’ [[ἄν]], [[ἕως]] attendre que.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μένω]]. | |||
}} | }} |