σωρεία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_10)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωρεία''': ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ [[σωρεία]] καὶ [[συμφόρησις]] Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = [[σωρός]], τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ [[χρῆσις]] σωρείτου, φιλοσόφων [[σωρεία]] Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.
|lstext='''σωρεία''': ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ [[σωρεία]] καὶ [[συμφόρησις]] Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = [[σωρός]], τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ [[χρῆσις]] σωρείτου, φιλοσόφων [[σωρεία]] Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />συσσωρευμένη [[ποσότητα]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] (α. «[[σωρεία]] εγγράφων» β. «[[σωρεία]] επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] σε σωρό, [[σχηματισμός]] σωρού<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μαθημ.</b><br /><b>1.</b> [[άθροιση]], [[συνυπολογισμός]]<br /><b>2.</b> αριθμητική [[πρόοδος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρεία Medium diacritics: σωρεία Low diacritics: σωρεία Capitals: ΣΩΡΕΙΑ
Transliteration A: sōreía Transliteration B: sōreia Transliteration C: soreia Beta Code: swrei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A heaping up, ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ. Plu.Oth.14.    2 summation, Porph.Sent.36, Iamb.in Nic.p.81 P., al.    3 arithmetical progression, Theol.Ar.21.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σωρεία: ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ σωρεία καὶ συμφόρησις Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = σωρός, τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ χρῆσις σωρείτου, φιλοσόφων σωρεία Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σωρεύω
συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.-αρχ.
1. συγκέντρωση σε σωρό, σχηματισμός σωρού
2. συνδυασμός («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)
αρχ.
μαθημ.
1. άθροιση, συνυπολογισμός
2. αριθμητική πρόοδος.