ἐπομβρία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπομβρία''': πολλὴ [[βροχή]], [[ἀφθονία]] βροχῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· [[καθόλου]], πολλαὶ βροχαί, βροχερὸς [[καιρός]], κατακλυσμὸς ὑδάτων, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 304· ἀντίθετον τῷ [[αὐχμός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 294, Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· Δευκαλίωνος ἐπ. Κλήμ. Ἀλ. 380· ἐν τῷ πληθ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.: - μεταφ., χερμάδων [[ἐπομβρία]] Λυκόφρ. 333.
|lstext='''ἐπομβρία''': πολλὴ [[βροχή]], [[ἀφθονία]] βροχῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· [[καθόλου]], πολλαὶ βροχαί, βροχερὸς [[καιρός]], κατακλυσμὸς ὑδάτων, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 304· ἀντίθετον τῷ [[αὐχμός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 294, Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· Δευκαλίωνος ἐπ. Κλήμ. Ἀλ. 380· ἐν τῷ πληθ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.: - μεταφ., χερμάδων [[ἐπομβρία]] Λυκόφρ. 333.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> abondance de pluies;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> inondation, déluge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄμβρος]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπομβρία Medium diacritics: ἐπομβρία Low diacritics: επομβρία Capitals: ΕΠΟΜΒΡΙΑ
Transliteration A: epombría Transliteration B: epombria Transliteration C: epomvria Beta Code: e)pombri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A heavy rain, abundance of rain, Hp.Aph.3.15 (pl.), D.55.11, etc.: generally, abundance of wet, πνευμάτων A.Fr. 300 : opp. αὐχμός, Hp.Aër.23, Ar.Nu.1120 : pl., Arist.Mete.360b6, Thphr.HP3.1.5, Str.11.3.4, etc. : metaph., shower, χερμάδων Lyc. 333 ; deluge, δέλτων Lib.Ep.333.5.    2 the Deluge, J.AJ1.2.3, al.    II humidity, of the body, Aret.SA2.4, SD2.1.

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, Uebermaaß von Regen, Strab. XI, 500; Ueberschwemmung, Aesch. frg.; Ggstz αὐχμός Ar. Nubb. 1119; Plat. Ax. 368 c; vgl. Plut. Sull. 14; χερμάδων Lycophr. 333; übertr., ῥημάτων Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπομβρία: πολλὴ βροχή, ἀφθονία βροχῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθόλου, πολλαὶ βροχαί, βροχερὸς καιρός, κατακλυσμὸς ὑδάτων, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 304· ἀντίθετον τῷ αὐχμός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294, Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· Δευκαλίωνος ἐπ. Κλήμ. Ἀλ. 380· ἐν τῷ πληθ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.: - μεταφ., χερμάδων ἐπομβρία Λυκόφρ. 333.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 abondance de pluies;
2 p. ext. inondation, déluge.
Étymologie: ἐπί, ὄμβρος.