κέρασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρασμα''': τό, μεμιγμένον τι, [[μῖγμα]], μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, [[οἷον]] ὁ [[κυκεών]], Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., [[κύπελλον]] πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
|lstext='''κέρασμα''': τό, μεμιγμένον τι, [[μῖγμα]], μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, [[οἷον]] ὁ [[κυκεών]], Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., [[κύπελλον]] πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κέρασμα]]) [[κεράννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφορά]] κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος<br /><b>2.</b> [[μοίρασμα]] κρασιού στα ποτήρια<br /><b>3.</b> [[φιλοδώρημα]] σε [[χρήμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κύπελλο]] γεμάτο [[κρασί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[κράμα]]<br /><b>2.</b> [[κράμα]] από διάφορα ποτά<br /><b>3.</b> [[ασθένεια]] που προέρχεται από διάφορες αιτίες.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρασμα Medium diacritics: κέρασμα Low diacritics: κέρασμα Capitals: ΚΕΡΑΣΜΑ
Transliteration A: kérasma Transliteration B: kerasma Transliteration C: kerasma Beta Code: ke/rasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.).    2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8.    3 mixed disease, Gal.9.675.

German (Pape)

[Seite 1422] τό, das Gemischte, bes. Mischtrank, Hippocr. u. Sp., bes. von gemischtem Wein.

Greek (Liddell-Scott)

κέρασμα: τό, μεμιγμένον τι, μῖγμα, μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, οἷονκυκεών, Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., κύπελλον πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κέρασμα) κεράννυμι
νεοελλ.
1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος
2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια
3. φιλοδώρημα σε χρήμα
μσν.
κύπελλο γεμάτο κρασί
αρχ.
1. μίγμα, κράμα
2. κράμα από διάφορα ποτά
3. ασθένεια που προέρχεται από διάφορες αιτίες.