αὔτοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se laisse voir en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔτοπτος Medium diacritics: αὔτοπτος Low diacritics: αύτοπτος Capitals: ΑΥΤΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aútoptos Transliteration B: autoptos Transliteration C: aytoptos Beta Code: au)/toptos

English (LSJ)

ον,

   A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch.    II = αὐτοπτικός 11, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.

German (Pape)

[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.