δίζω: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίζω''': Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]], δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι [[συχν]]. εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[δίζημαι]], ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία [[ταῦτα]] διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ [[δίζω]] ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ [[δίζημαι]] κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ [[ζητέω]], ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572). | |lstext='''δίζω''': Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]], δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι [[συχν]]. εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[δίζημαι]], ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία [[ταῦτα]] διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ [[δίζω]] ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ [[δίζημαι]] κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ [[ζητέω]], ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>poét.</i><br />être en doute, hésiter;<br /><i><b>Moy.</b></i> δίζομαι <i>seul. prés. et impf.</i> chercher.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf.
A δίζον Il.16.713:—to be in doubt, at a loss, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο... ἦ λαοὺς ὁμοκλήσειε l.c.; δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον Orac. ap. Hdt.1.65:—Med., δ. ὅτι... μή... Eus.Mynd.58, Tryph.240. II Med., = δίζημαι 11, ἄτεκνον ἔριθον δίζεσθαι Hes.Op. 603 codd.; δίζεαι Theoc.25.37; δίζετο Bion Fr.14.2, Coluth.81, Epic. in Arch.Pap.7.9, etc.; διζόμεσθα Herod.8.12; δίζοντο Q.S.4.16; opt. δίζοιτο Ecphant. ap. Stob.4.7.64; part. διζόμενος APl.4.146, Epigr.Gr.226.10. (Perh. fr. δίς, cf. διστάζω.)
German (Pape)
[Seite 623] ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln; verwandt δίζημαι, Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι. Oracul. bei Herodot. 1, 65 δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = δίζημαι, Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.
Greek (Liddell-Scott)
δίζω: Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλω, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι συχν. εὕρηται ἀντὶ τοῦ δίζημαι, ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία ταῦτα διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι χάριν τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ σημασία τοῦ δίζω ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ δίζημαι κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ ζητέω, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
poét.
être en doute, hésiter;
Moy. δίζομαι seul. prés. et impf. chercher.
Étymologie: δίς.