ἀναφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br /><br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - [[συχν]]. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.
|lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br /><br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - [[συχν]]. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=enflammer, <i>fig.</i> enflammer (d’amour), attiser (l’amour);<br /><i>Pass.</i> être enflammé, s’enflammer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλέγω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφλέγω Medium diacritics: ἀναφλέγω Low diacritics: αναφλέγω Capitals: ΑΝΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: anaphlégō Transliteration B: anaphlegō Transliteration C: anaflego Beta Code: a)nafle/gw

English (LSJ)

   A light up, rekindle, E.Tr.320 (lyr.).    II inflame, ἐπιθυμίαν Ph.2.48; ἔρωτα Plu.Alc.17:—Pass., to be inflamed with anger, Pl.Ep.349a; ἐξ ὑποψίας Conon 23.1; to be inflamed, Ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.); to be excited, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f; ὑπὸ λιμοῦ Ael.NA15.2; ἀ. τὴν ψυχήν Plu.Dio4; δίψος ἀναφλέγεται Id.Ant.47, etc.; διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγομένης Jul.Or.2.83c.

German (Pape)

[Seite 214] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; τραῦμα Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλέγω: ἀνάπτω, ἀνάπτω πάλιν, ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς ἀναφλέγω πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320.

ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, «δίνω φωτιά», ὁ δὲ παντάπασι τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, ἀνάπτω ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ πράττω τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· δίψος ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.

French (Bailly abrégé)

enflammer, fig. enflammer (d’amour), attiser (l’amour);
Pass. être enflammé, s’enflammer.
Étymologie: ἀνά, φλέγω.