ἀναίθω: Difference between revisions
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναίθω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀναφλέγω]], Εὐρ. Κύκλ. 331˙ κινῶ εἰς θερμὴν ἀγάπην, Μόσχ. 1. 23: - Παθ., ἀναφλέγομαι, Ὀππ. Κ. 2. 188. II. [[ἀναλάμπω]], ἀνῄθοντ’ .. λαμπτῆρες Αἰσχύλ. Χο. 536 (ὡς πρέπει νὰ ἀνέγνωσεν ὁ Σχολ. ἀντὶ ἀνῆλθον: [[διότι]] ἑρμηνεύει αὐτὸ ἀνέλαμψαν). | |lstext='''ἀναίθω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀναφλέγω]], Εὐρ. Κύκλ. 331˙ κινῶ εἰς θερμὴν ἀγάπην, Μόσχ. 1. 23: - Παθ., ἀναφλέγομαι, Ὀππ. Κ. 2. 188. II. [[ἀναλάμπω]], ἀνῄθοντ’ .. λαμπτῆρες Αἰσχύλ. Χο. 536 (ὡς πρέπει νὰ ἀνέγνωσεν ὁ Σχολ. ἀντὶ ἀνῆλθον: [[διότι]] ἑρμηνεύει αὐτὸ ἀνέλαμψαν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀνῇθον;<br />allumer, enflammer ; <i>Pass.</i> brûler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[αἴθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A light up, set on fire, E.Cyc.331; τὸν Ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23:—Pass., to be inflamed, Opp.C.2.188: metaph. of anger, Max. Tyr.24.9. II blaze up, ἀνῇθον . . λαμπτῆρες A.Ch.536(Sch.).
German (Pape)
[Seite 189] anzünden, πῦρ Eur. Cycl. 330; zur Liebe entflammen, Mosch. 1, 23, u. sp. D., z. B. θυμὸς ἀναιθόμενος, entflammter Muth, Opp. C. 2, 187.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίθω: ἀνάπτω, ἀναφλέγω, Εὐρ. Κύκλ. 331˙ κινῶ εἰς θερμὴν ἀγάπην, Μόσχ. 1. 23: - Παθ., ἀναφλέγομαι, Ὀππ. Κ. 2. 188. II. ἀναλάμπω, ἀνῄθοντ’ .. λαμπτῆρες Αἰσχύλ. Χο. 536 (ὡς πρέπει νὰ ἀνέγνωσεν ὁ Σχολ. ἀντὶ ἀνῆλθον: διότι ἑρμηνεύει αὐτὸ ἀνέλαμψαν).
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνῇθον;
allumer, enflammer ; Pass. brûler.
Étymologie: ἀνά, αἴθω.