προσχηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_14)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχημᾰτισμός''': ὁ, «[[προσχηματισμός]] ἐστι [[προσθήκη]] μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ [[τέλος]], [[οἷον]] ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
|lstext='''προσχημᾰτισμός''': ὁ, «[[προσχηματισμός]] ἐστι [[προσθήκη]] μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ [[τέλος]], [[οἷον]] ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχημᾰτισμός Medium diacritics: προσχηματισμός Low diacritics: προσχηματισμός Capitals: ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: proschēmatismós Transliteration B: proschēmatismos Transliteration C: proschimatismos Beta Code: prosxhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, -δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.