ἰσότιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσότῑμος''': -ον, ἀπολαύων ἴσης [[τιμῆς]], ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· [[ὅμοιος]], [[ἰσότιμος]] ἔσται [[Μαύσωλος]] καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· [[μέτριος]] καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. [[μάχη]], ἴση, [[ἰσόρροπος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. [[πίστις]] Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = [[ἰσοτιμία]], Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
|lstext='''ἰσότῑμος''': -ον, ἀπολαύων ἴσης [[τιμῆς]], ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· [[ὅμοιος]], [[ἰσότιμος]] ἔσται [[Μαύσωλος]] καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· [[μέτριος]] καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. [[μάχη]], ἴση, [[ἰσόρροπος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. [[πίστις]] Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = [[ἰσοτιμία]], Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d’honneurs égaux, d’une égale condition ; <i>p. ext.</i> à succès égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[τιμή]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσότιμος Medium diacritics: ἰσότιμος Low diacritics: ισότιμος Capitals: ΙΣΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: isótimos Transliteration B: isotimos Transliteration C: isotimos Beta Code: i)so/timos

English (LSJ)

ον,

   A equal in honour or privilege, Απόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς . . -ον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰ. Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. -ότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰ.,= ἰσοτιμία, Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. -μως, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰ. OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11.    2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰ. δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰ. μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1.    3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d’honneurs égaux, d’une égale condition ; p. ext. à succès égal.
Étymologie: ἴσος, τιμή.