παραξύω: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_13a) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραξύω''': μέλλ. -ύσσω, = [[παραξέω]] Ι, παραξύοντες [[ἐγγύθεν]] ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2. | |lstext='''παραξύω''': μέλλ. -ύσσω, = [[παραξέω]] Ι, παραξύοντες [[ἐγγύθεν]] ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ξύω]]<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πλαγίως ή επιφανειακά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψαύω]] [[κάτι]], [[εγγίζω]], [[ακουμπώ]] επιφανειακά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A = παραξέω 1.1, παραξύοντες ἐγγύθεν ἔπαιον prob. in J.BJ3.10.9 ; πέλαγος π. τὴν Συρίαν Anon. Geog.Comp.50, cf. Procop. Aed. 2.6 ; π. κανόνα AP6.65 (Paul. Sil.): metaph., π. τὸν ἰδιώτην graze the edge of vulgarity, Longin.31.2.
German (Pape)
[Seite 492] (s. ξύω), daneben, an der Seite abschaben, glätten, b. Paul. Sil. 51 (VI, 65) von dem Bleistifte, ὃς ἀτραπὸν οἶδε χαράσσειν ὀρθὰ παραξύων ἰθυτενῆ κανόνα. – Dah. daran hinstreifen, nahe daran gränzen, c. acc., Longin. 31, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παραξύω: μέλλ. -ύσσω, = παραξέω Ι, παραξύοντες ἐγγύθεν ἔπαιον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 3. 10, 9 ἀναγνωστέον ἀντὶ -ξύνοντες· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 65· μεταφορ., Λογγῖν. 31. 2.
Greek Monolingual
Α ξύω
1. ξύνω πλαγίως ή επιφανειακά
2. μτφ. ψαύω κάτι, εγγίζω, ακουμπώ επιφανειακά.