ἐπάλειμμα: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(6_21) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάλειμμα''': τό, [[ἀλοιφή]], ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22. | |lstext='''ἐπάλειμμα''': τό, [[ἀλοιφή]], ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπάλειμμα]]) [[επαλείφω]]<br />ό,τι επαλείφεται σε μια [[επιφάνεια]], [[αλοιφή]], [[επίχρισμα]] (α. «[[επάλειμμα]] ασβέστη» β. «ἐκζεμάτων έπάλειμμα», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰλ], ατος, τό,
A unguent, ἐκζεμάτων Dsc.1.43.4, cf. Inscr.Prien.112.90, al. (i B.C.), Michel544.20 (Themisonium, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 897] τό, das Daraufgeschmierte, Salbe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάλειμμα: τό, ἀλοιφή, ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22.
Greek Monolingual
το (Α ἐπάλειμμα) επαλείφω
ό,τι επαλείφεται σε μια επιφάνεια, αλοιφή, επίχρισμα (α. «επάλειμμα ασβέστη» β. «ἐκζεμάτων έπάλειμμα», Διοσκ.).