κάλχη: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />murex, <i>coquillage donnant la pourpre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot pê emprunté.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλχη Medium diacritics: κάλχη Low diacritics: κάλχη Capitals: ΚΑΛΧΗ
Transliteration A: kálchē Transliteration B: kalchē Transliteration C: kalchi Beta Code: ka/lxh

English (LSJ)

ἡ, (perh. a loan-word)

   A murex, purple limpet, = πορφύρα, Nic.Al.393.    2 purple dye, Str.11.14.9.    II rosette on the capitals of columns, IG12.372.90, 4.1484.83 (Epid., iv B.C.), 11(2).161A73 (Delos, iii B.C.), Hsch.:—written Χάλκη IG12.374.317, al., Χάλχη ib.374.103.    III purple flower, Chrysanthemum coronarium, Alcm.39, Nic.Dam.76J.:—written Χάλκη in Nic.Fr.74.60, cf. Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. χάλκη, die Purpurfarbe, χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.

Greek (Liddell-Scott)

κάλχη: ἡ, (ἴσως συγγενεύει τῷ κόγχη) ὁ κοχλίας τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ πορφύρα, Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ βαφή, Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ ἕλιξ τοῦ κιονοκράνου, «μέρος κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) εἶναι ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου διάκοσμος, ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. εἶδος βοτάνης χρώματος ὡσαύτως πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται χάλκη ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
murex, coquillage donnant la pourpre.
Étymologie: mot pê emprunté.