ἀκρισία: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῐσία''': ἡ, ([[ἄκριτος]]) [[ἔλλειψις]] σαφηνείας καὶ τάξεως, [[σύγχυσις]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη [[κρίσις]] ἢ [[ἐκλογή]], [[διαστροφή]], Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
|lstext='''ἀκρῐσία''': ἡ, ([[ἄκριτος]]) [[ἔλλειψις]] σαφηνείας καὶ τάξεως, [[σύγχυσις]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη [[κρίσις]] ἢ [[ἐκλογή]], [[διαστροφή]], Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’ordre, confusion;<br /><b>2</b> manque de discernement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐσία Medium diacritics: ἀκρισία Low diacritics: ακρισία Capitals: ΑΚΡΙΣΙΑ
Transliteration A: akrisía Transliteration B: akrisia Transliteration C: akrisia Beta Code: a)krisi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄκριτος)

   A want of distinctness and order, confusion, X. HG7.5.27; ἀ. καὶ ταραχή Epicur.Sent.22.    II want of judgement, bad judgement or choice, Plb.2.35.3, AP7.629 (Antip.); περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.    III undecided character of a disease, not coming to a crisis, Hp.Epid.1.8: pl., ἠέρος ἀ. unsettled climate, POxy.1796.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐσία: ἡ, (ἄκριτος) ἔλλειψις σαφηνείας καὶ τάξεως, σύγχυσις, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. ἔλλειψις κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη κρίσιςἐκλογή, διαστροφή, Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’ordre, confusion;
2 manque de discernement.
Étymologie: ἄκριτος.