ἴκμη: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴκμη''': ἡ, ([[ἰκμάς]]) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «[[ἴκμη]]· [[φυτόν]] τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».
|lstext='''ἴκμη''': ἡ, ([[ἰκμάς]]) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «[[ἴκμη]]· [[φυτόν]] τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴκμη]], ἡ (Α)<br />το υδρόβιο [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[λέμνα]] η [[ελάσσων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἰκμαίνω]], με υποχωρητ. σχηματισμό].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκμη Medium diacritics: ἴκμη Low diacritics: ίκμη Capitals: ΙΚΜΗ
Transliteration A: íkmē Transliteration B: ikmē Transliteration C: ikmi Beta Code: i)/kmh

English (LSJ)

ἡ, (ἰκμάς)

   A a plant growing in moist places, duckweed, Lemna minor, Thphr.HP4.10.1.

German (Pape)

[Seite 1248] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκμη: ἡ, (ἰκμάς) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «ἴκμη· φυτόν τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».

Greek Monolingual

ἴκμη, ἡ (Α)
το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό].