χιλιάς: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑλιάς''': -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων [[εἶναι]] [[ψευδὴς]] Ἰων. [[τύπος]] ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ἀριθμὸς]] [[χίλιοι]], Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. [[τέτορες]] [[Σιμωνίδης]] 94· [[μετὰ]] γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· [[ἐννέα]] χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - [[καθόλου]], ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ [[μέγας]] ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = [[χιλιετηρίς]], Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.
|lstext='''χῑλιάς''': -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων [[εἶναι]] [[ψευδὴς]] Ἰων. [[τύπος]] ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ [[ἀριθμὸς]] [[χίλιοι]], Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. [[τέτορες]] [[Σιμωνίδης]] 94· [[μετὰ]] γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· [[ἐννέα]] χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - [[καθόλου]], ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ [[μέγας]] ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = [[χιλιετηρίς]], Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />le nombre mille, un millier ; <i>p. ext.</i> un gros chiffre.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιάς Medium diacritics: χιλιάς Low diacritics: χιλιάς Capitals: ΧΙΛΙΑΣ
Transliteration A: chiliás Transliteration B: chilias Transliteration C: chilias Beta Code: xilia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ: gen. pl.

   A χιλιάδων Hdt.2.28 (χιλιαδέων v.l. in 7.28):—a thousand, Id.6.58, 7.28, A.Pers.341; χ. τέτορες Simon. 91; c. gen., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Hdt.2.96, cf. 28; ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Pl.Phdr.257a.    2 generally, large number, Theoc.16.91, Luc.Herm.56; πολλαὶ χ., of lines of poetry, Call.Aet.Oxy.2079.4.    3 Χιλιάδες, αἱ, title of poem by Euph., Ath.10.436f, etc.    II = χιλιετηρίς, Alex.Aetol.4.4; Ῥωμαϊκὴ χ., title of work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ἀνθιον (cf. χιλιαρχία 111, χιλιετηρίς).

German (Pape)

[Seite 1355] άδος, ἡ, die Zahl tausend, eine Anzahl von Tausend, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος Aesch. Pers. 341; ταλάντων Her. 2, 28. 96; Plat. Phaedr. 256 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιάς: -άδος, ἡ· γεν. πληθ. χιλιάδων Ἡρόδ. 2. 28· χιλιαδέων εἶναι ψευδὴς Ἰων. τύπος ἐν 7. 28· - ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀριθμὸς χίλιοι, Ἡρόδ. 6. 58., 7. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 341· χ. τέτορες Σιμωνίδης 94· μετὰ γεν., πολλὰς χιλιάδας ταλάντων Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. 28· ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· - καθόλου, ἀόριστός τις ἀλλὰ πολὺ μέγας ἀριθμός, Θεόκρ. 16. 91, Λουκ. Ἑρμότ. 56. ΙΙ. = χιλιετηρίς, Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Meineke Anal. Alex. 228.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre mille, un millier ; p. ext. un gros chiffre.
Étymologie: χίλιοι.