μυθολογία: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθολογία''': ἡ, τὸ διηγεῖσθαι μυθικὰς παραδόσεις, μύθους, Πλάτ. Πολ. 394Β, κ. ἀλλ. 2) [[μῦθος]], [[διήγημα]], [[ἱστορία]], οἱ λόγοι καὶ αἱ μυθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 133F. ΙΙ. τὸ διηγεῖσθαι ἱστορίας, [[ἀφήγησις]], Πλάτ. Νόμ. 752Α· πρβλ. [[μυθολογέω]] ΙΙΙ. | |lstext='''μῡθολογία''': ἡ, τὸ διηγεῖσθαι μυθικὰς παραδόσεις, μύθους, Πλάτ. Πολ. 394Β, κ. ἀλλ. 2) [[μῦθος]], [[διήγημα]], [[ἱστορία]], οἱ λόγοι καὶ αἱ μυθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 133F. ΙΙ. τὸ διηγεῖσθαι ἱστορίας, [[ἀφήγησις]], Πλάτ. Νόμ. 752Α· πρβλ. [[μυθολογέω]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> histoire <i>ou</i> étude des choses fabuleuses, mythologie;<br /><b>2</b> récit fabuleux, conte.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A romance, fiction, ib.394b, al.; οἱ λόγοι καὶ αἱ μ. Id.Hp.Ma.298a. 2 legend, Corn.ND8. II story-telling, Pl. Lg.752a, Plu.2.133e (pl.).
German (Pape)
[Seite 214] ἡ, das Erzählen von Fabeln, von Götter-u. Sagengeschichten, Mythologie, Götterlehre; μυθολογία ἀναζήτησίς τε τῶν παλαιῶν, Plat. Critia. 110 a; καὶ ποίησις, Rep. III, 394 b, öfter; üdh. Gespräch, Legg. VI, 752 a u. Sp., wie Plut.; auch die einzelne Fabel.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογία: ἡ, τὸ διηγεῖσθαι μυθικὰς παραδόσεις, μύθους, Πλάτ. Πολ. 394Β, κ. ἀλλ. 2) μῦθος, διήγημα, ἱστορία, οἱ λόγοι καὶ αἱ μυθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 133F. ΙΙ. τὸ διηγεῖσθαι ἱστορίας, ἀφήγησις, Πλάτ. Νόμ. 752Α· πρβλ. μυθολογέω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 histoire ou étude des choses fabuleuses, mythologie;
2 récit fabuleux, conte.
Étymologie: μυθολόγος.