Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαζώννῡμι''': ἢ -ύω, μέλλ. -ζώσω· -περιζωννύω, καὶ [[ἑπομένως]] ὡς τὸ [[ὑποζώννυμι]], ζώνω [[κάτωθεν]] τὸ [[πλοῖον]]· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δι΄ ἐμαυτόν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91. -Μέσ., ζωννύομαι μέ τι, ζώνω τι, διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην Λουκ. Ἐνυπν. 6, Γυμν. 6. -Παθ., διεζωσμένοι, φοροῦντες [[διάζωμα]] (Ι. 1), Θουκ. 1. 6. ΙΙ. μεταφ., περιζωννύω, [[περιβάλλω]], περικυκλῶ· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Πλούτ. Βρούτ. 31· τὸν αὐχένα (ὃ ἐ. τὴν χερσόνησον) δ. ἐρύμασι ὁ αὐτ. Περικλ. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 69, 1. -Παθ., περιβάλλομαι, περικυκλοῦμαι ὡς διὰ ζώνης, διὰ τῶν τροπικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.
|lstext='''διαζώννῡμι''': ἢ -ύω, μέλλ. -ζώσω· -περιζωννύω, καὶ [[ἑπομένως]] ὡς τὸ [[ὑποζώννυμι]], ζώνω [[κάτωθεν]] τὸ [[πλοῖον]]· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δι΄ ἐμαυτόν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91. -Μέσ., ζωννύομαι μέ τι, ζώνω τι, διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην Λουκ. Ἐνυπν. 6, Γυμν. 6. -Παθ., διεζωσμένοι, φοροῦντες [[διάζωμα]] (Ι. 1), Θουκ. 1. 6. ΙΙ. μεταφ., περιζωννύω, [[περιβάλλω]], περικυκλῶ· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Πλούτ. Βρούτ. 31· τὸν αὐχένα (ὃ ἐ. τὴν χερσόνησον) δ. ἐρύμασι ὁ αὐτ. Περικλ. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 69, 1. -Παθ., περιβάλλομαι, περικυκλοῦμαι ὡς διὰ ζώνης, διὰ τῶν τροπικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαζώσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> ceindre, entourer d’une ceinture <i>ou</i> d’un caleçon, envelopper <i>en gén.</i><br /><b>2</b> séparer comme par une ceinture : ἡ Ἀττικὴ [[μέση]] διέζωσται ὄρεσιν XÉN le cœur de l’Attique est entouré comme d’une ceinture de montagnes;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαζώννυμαι (<i>part. ao.</i> διαζωσάμενος) nouer à sa ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ζώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζώννῡμι Medium diacritics: διαζώννυμι Low diacritics: διαζώννυμι Capitals: ΔΙΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diazṓnnymi Transliteration B: diazōnnymi Transliteration C: diazonnymi Beta Code: diazw/nnumi

English (LSJ)

or διαζωννύω, fut. -ζώσω: pf. Pass.

   A διέζωμαι IG2.736B19, ib.11(2).161.35 (Delos, iii B.C.):— gird round, encircle, embrace, Gal.14.715: metaph., τὸν ὅλον ἄνθρωπον διέζωσεν [ἡ ψυχή] Diog.Oen.39:—Med., undergird one's ship, App.BC5.91; but usu. gird oneself with, διαζωσάμενοι τὸ τριβώνιον Luc.Hist.Conscr.3:—Pass., διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην, Id.Somn. 6, Anach.6: abs., διεζωσμένοι wearing the διάζωμα 1, Th.1.6 codd. (-ζωμένοι Phot., Suid.): metaph., ἀρχὴν διεζωσμένος invested with office, J.AJ14.9.3.    II metaph., engirdle, encompass, of fire, Plu. Brut.31; τὸν αὐχένα (i.e. the Chersonese) δ. ἐρύμασι Id.Per.19; νήσους Id.Them.12:—Pass., [ἡ Ἀττικὴ] μέση διέζωσται ὄρεσιν X. Mem.3.5.25; ῥάχει διεζῶσθαι Plb.5.69.1; also pass like a girdle, διὰ τῶν τροπικῶν Arist.Mu.392a12.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ζώννυμι), 1) umgürten, bes. med., ἐσθῆτα, ἀκινάκην, Luc. Somn. 6 Gymn. 6; διεζωσμένοι, um die Mitte gegürtet, Thuc. 1, 6; – übh. = umgeben, φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τὴν πόλιν Plut. Brut. 31. – 2) durch Gürten zusammenziehen, γαστέρα Heliod. 10, 32; u. trennen, ἀπετείχισε τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασιν καὶ προβλήμασιν ἐκ θαλάττης ἐς θάλατταν Plut. Pericl. 19, die Landzunge durch Festungswerke abschneiden; dah. συμβαίνει τόπον ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Pol. 5, 69; durchschnitten sein, wie Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν ἐρυμνοῖς Xen. Mem. 3, 4, 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαζώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -ζώσω· -περιζωννύω, καὶ ἑπομένως ὡς τὸ ὑποζώννυμι, ζώνω κάτωθεν τὸ πλοῖον· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δι΄ ἐμαυτόν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91. -Μέσ., ζωννύομαι μέ τι, ζώνω τι, διαζώννυσθαι ἐσθῆτα, ἀκινάκην Λουκ. Ἐνυπν. 6, Γυμν. 6. -Παθ., διεζωσμένοι, φοροῦντες διάζωμα (Ι. 1), Θουκ. 1. 6. ΙΙ. μεταφ., περιζωννύω, περιβάλλω, περικυκλῶ· ἐπὶ τοῦ πυρός, Πλούτ. Βρούτ. 31· τὸν αὐχένα (ὃ ἐ. τὴν χερσόνησον) δ. ἐρύμασι ὁ αὐτ. Περικλ. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 69, 1. -Παθ., περιβάλλομαι, περικυκλοῦμαι ὡς διὰ ζώνης, διὰ τῶν τροπικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

f. διαζώσω, etc.
1 ceindre, entourer d’une ceinture ou d’un caleçon, envelopper en gén.
2 séparer comme par une ceinture : ἡ Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν XÉN le cœur de l’Attique est entouré comme d’une ceinture de montagnes;
Moy. διαζώννυμαι (part. ao. διαζωσάμενος) nouer à sa ceinture.
Étymologie: διά, ζώννυμι.