ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, [[Πολυδ]]. Α΄ , 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥιψοκίνδυνος]]· [[παράβολος]], [[τολμηρός]], ἐπικίνδυνος». | |lstext='''ῥιψοκίνδῡνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀνάγκης διακινδυνῶν, [[παράτολμος]], [[ἀπερίσκεπτος]], ἐπικίνδυνος, [[ἔργον]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· [[ναυτιλία]] Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν [[ῥιψοκίνδυνος]] ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, [[Πολυδ]]. Α΄ , 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥιψοκίνδυνος]]· [[παράβολος]], [[τολμηρός]], ἐπικίνδυνος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥ. Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. -νως ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).
German (Pape)
[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄ , 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.