ἐκκρίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρίνω''': ῑ: μέλλ. -ῐνῶ, [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[ἐκλέγω]] ἰδιαιτέρως, Θουκ. 6. 96, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 26, πρβλ. 6. 18, 17. - Παθ., ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς Σοφ. Φ. 1425, πρβλ. Θουκ. 6. 31. 2) [[ἀποχωρίζω]], πρὸς ἀτίμωσιν, [[ἀποδιώκω]], ὡς τὸ Λατ. tribu movere, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14. 3) [[ἀποχωρίζω]], [[ἐκρίπτω]], ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ζωικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποχωρίζοντος καὶ ἀποβάλλοντος τὰ περιττά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 27, κ. ἀλλ.· καὶ [[συχν]]. ἐν τῷ παθ. μεταφ., [[ὅταν]]... καθαρὸς ὁ [[νοῦς]] ἐκκριθῇ Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20. 4) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐκκρίσεων, Ἱππ. Ἀφ. 1251, κλ.
|lstext='''ἐκκρίνω''': ῑ: μέλλ. -ῐνῶ, [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[ἐκλέγω]] ἰδιαιτέρως, Θουκ. 6. 96, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 26, πρβλ. 6. 18, 17. - Παθ., ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς Σοφ. Φ. 1425, πρβλ. Θουκ. 6. 31. 2) [[ἀποχωρίζω]], πρὸς ἀτίμωσιν, [[ἀποδιώκω]], ὡς τὸ Λατ. tribu movere, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14. 3) [[ἀποχωρίζω]], [[ἐκρίπτω]], ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ζωικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποχωρίζοντος καὶ ἀποβάλλοντος τὰ περιττά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 27, κ. ἀλλ.· καὶ [[συχν]]. ἐν τῷ παθ. μεταφ., [[ὅταν]]... καθαρὸς ὁ [[νοῦς]] ἐκκριθῇ Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20. 4) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐκκρίσεων, Ἱππ. Ἀφ. 1251, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> séparer ; <i>Pass.</i> se séparer de, se dégager de;<br /><b>2</b> trier, choisir ; <i>en mauv. part</i> exclure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρίνω Medium diacritics: ἐκκρίνω Low diacritics: εκκρίνω Capitals: ΕΚΚΡΙΝΩ
Transliteration A: ekkrínō Transliteration B: ekkrinō Transliteration C: ekkrino Beta Code: e)kkri/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A single out, Th.6.96 :—Pass., ἀρετῆ πρῶτος ἐκκριθείς S.Ph.1425, cf. Th.6.31.    2 separate, Arist.HA578a11, 572b22 (Pass.) ; ἐκ τοῦ μείγματος ἐκκρίνουσι τἆλλα hold that the rest are separated out from.., Id.Ph.187a23.    3 exclude, expel, X.Cyr.1.2.14 (Act. and Pass.), Luc.Salt.3 (Pass.) ; reject, condemn, Gal.18(2).693.    4 secrete, of the animal functions, Arist.GA765b10, al. ; τραῦμα ἐ. ἰχῶρας Zen.6.46 :—freq. in Pass., Arist.GA738a1, al. ; ἐκ πυρὸς -κρινόμενον καπνόν given offby.., Phld.Sign.36 : metaph., ὅταν..καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇ X. Cyr.8.7.20.    5 Pass., also ofexcretions, Hp.Aph.4.47,76, etc.    6 of drugs, remove, λίθους Dsc.2.127.

German (Pape)

[Seite 765] (s. κρίνω), ausscheiden, aussondern; Tim. Locr. 102 e; ἐκ τῶν καμήλων ἐνιαύσιον τὸ ἔκγονον Arist. H. A. 6, 26; aus einer Zahl ausmustern, Xen. Cyr. 1, 2, 14; Plut. Ages. 13 u. Sp.; ὅσα διὰ γαστρὸς ἐκκρίνεται Arist.; im pass. = abgehen, Med.; – auswählen, auslesen, ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς στρατεύματος Soph. Phil. 1411; Thuc. 6, 31. S. ἔκκριτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρίνω: ῑ: μέλλ. -ῐνῶ, ἀποχωρίζω, «ξεχωρίζω», ἐκλέγω ἰδιαιτέρως, Θουκ. 6. 96, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 26, πρβλ. 6. 18, 17. - Παθ., ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς Σοφ. Φ. 1425, πρβλ. Θουκ. 6. 31. 2) ἀποχωρίζω, πρὸς ἀτίμωσιν, ἀποδιώκω, ὡς τὸ Λατ. tribu movere, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14. 3) ἀποχωρίζω, ἐκρίπτω, ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ζωικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποχωρίζοντος καὶ ἀποβάλλοντος τὰ περιττά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 27, κ. ἀλλ.· καὶ συχν. ἐν τῷ παθ. μεταφ., ὅταν... καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇ Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20. 4) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐκκρίσεων, Ἱππ. Ἀφ. 1251, κλ.

French (Bailly abrégé)

1 séparer ; Pass. se séparer de, se dégager de;
2 trier, choisir ; en mauv. part exclure.
Étymologie: ἐκ, κρίνω.