ψίζω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψίζω''': ἢ ψίω· ἐκ τοῦ προτέρου ἔχομεν μέλλ. ψιῶ (ἐπιψιῶ) Ἡσύχ., ἀόρ. ἔψιξα (ἴδε ἐν λ. [[ψιαίνω]]), παθ. πρκμ. ἔψισμαι (ἴδε κατωτ.)· ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου, ἀόρ. ἔψισα, μέσ. μέλλ. ψίσομαι [ῑ], ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. [[ἐμψίω]]. Ὡς τὸ [[ψωμίζω]], [[τρέφω]], (Εὐστ. 1631. 43, Φώτ. κλπ.), ἢ = [[ποτίζω]] (Orion Lex. σ. 168·) λευκῷ σ’ ἔψισα γάλακτι ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ ἔψησα) Εὐφορ. ἐν Στοβ. τ. 78 5· - Μέσ., μασῶμαι, ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ Λυκόφρ. 639. - Παθ., τρέφομαι, ἐξ ὑμῶν ἐψισμένον (ἐξυπακ. [[βρέφος]]) Ἀνθ. Παλατ. 9. 302. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[ψωμός]], [[ψωμίζω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ταῖς λ. ψίξ, [[ψιχίον]]). | |lstext='''ψίζω''': ἢ ψίω· ἐκ τοῦ προτέρου ἔχομεν μέλλ. ψιῶ (ἐπιψιῶ) Ἡσύχ., ἀόρ. ἔψιξα (ἴδε ἐν λ. [[ψιαίνω]]), παθ. πρκμ. ἔψισμαι (ἴδε κατωτ.)· ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου, ἀόρ. ἔψισα, μέσ. μέλλ. ψίσομαι [ῑ], ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. [[ἐμψίω]]. Ὡς τὸ [[ψωμίζω]], [[τρέφω]], (Εὐστ. 1631. 43, Φώτ. κλπ.), ἢ = [[ποτίζω]] (Orion Lex. σ. 168·) λευκῷ σ’ ἔψισα γάλακτι ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ ἔψησα) Εὐφορ. ἐν Στοβ. τ. 78 5· - Μέσ., μασῶμαι, ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ Λυκόφρ. 639. - Παθ., τρέφομαι, ἐξ ὑμῶν ἐψισμένον (ἐξυπακ. [[βρέφος]]) Ἀνθ. Παλατ. 9. 302. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[ψωμός]], [[ψωμίζω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ταῖς λ. ψίξ, [[ψιχίον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ψίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
or ψίω: from the former we have fut. ψιῶ (ἐπι-ψιεῖ) Hsch., pf. Pass. ἔψισμαι (v. infr.): from the latter, aor. ἔψῑσα, fut. Med. ψίσομαι [ῑ], v. infr., cf. ἐμψίω:—
A feed on pap, = ψωμίζω (Eust.1631.43, Phot., etc.), or = ποτίζω (Orion Lex.col.168); λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι (Meineke for ἔψησα) Euph.92:—Med., chew, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc.639:—Pass., to be fed, ἐξ ὑμέων ἐψισμένον (sc. βρέφος) AP9.302 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1399] = ψιάζω, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψίζω: ἢ ψίω· ἐκ τοῦ προτέρου ἔχομεν μέλλ. ψιῶ (ἐπιψιῶ) Ἡσύχ., ἀόρ. ἔψιξα (ἴδε ἐν λ. ψιαίνω), παθ. πρκμ. ἔψισμαι (ἴδε κατωτ.)· ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου, ἀόρ. ἔψισα, μέσ. μέλλ. ψίσομαι [ῑ], ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. ἐμψίω. Ὡς τὸ ψωμίζω, τρέφω, (Εὐστ. 1631. 43, Φώτ. κλπ.), ἢ = ποτίζω (Orion Lex. σ. 168·) λευκῷ σ’ ἔψισα γάλακτι (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ ἔψησα) Εὐφορ. ἐν Στοβ. τ. 78 5· - Μέσ., μασῶμαι, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Λυκόφρ. 639. - Παθ., τρέφομαι, ἐξ ὑμῶν ἐψισμένον (ἐξυπακ. βρέφος) Ἀνθ. Παλατ. 9. 302. (Συγγενὲς ταῖς λ. ψωμός, ψωμίζω, ἴσως δὲ καὶ ταῖς λ. ψίξ, ψιχίον).
French (Bailly abrégé)
c. ψίω.