μετασχηματίζω: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6. | |lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> μετεσχηματισμένος;<br />revêtir d’une autre forme, transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σχηματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC335b26; τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—Med., with Att. fut. -ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—Pass., to be changed in form, Pl.Lg.906c, Arist. Cael.298b31, GA747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al. II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6. III change the posture of, Sor.2.62 (Pass.), al. IV of stars and planets, in Pass., change their configuration, πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47.
German (Pape)
[Seite 155] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεταβάλλω τὸ σχῆμα, τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ σχῆμα, Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί εἶναι ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. μετεσχηματισμένος;
revêtir d’une autre forme, transformer.
Étymologie: μετά, σχηματίζω.