διηθέω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διηθέω''': [[διαβιβάζω]] τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]], Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) [[ἐκπλύνω]], [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «[[λαγαρίζομαι]]», ὁ αὐτ. 2. 93. | |lstext='''διηθέω''': [[διαβιβάζω]] τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]], Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) [[ἐκπλύνω]], [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «[[λαγαρίζομαι]]», ὁ αὐτ. 2. 93. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> verser goutte à goutte : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> filtrer, s’infiltrer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἠθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A strain through, filter, Hp.Acut.7, Pl.Sph.226b, Ti.45c; οἶνον δ. πυρέττοντι Plu.2.101c, cf. Mim.Oxy.413.161:—Pass., Arist. Mete.368a22, Plb.34.9.10; of air in the lungs, Gal.2.705; καθαρὸν καὶ διηθημένον [γένος], opp. μικτόν, Ph.2.3. 2 wash out, cleanse, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι, Hdt.2.86. II intr., of liquid, filter through, percolate, Id.2.93.
Greek (Liddell-Scott)
διηθέω: διαβιβάζω τι διὰ τοῦ ἠθητηρίου, διυλίζω, στραγγίζω, Λατ. percolare, Ἱππ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Τιμ. 45C. - Παθ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 4. 2) ἐκπλύνω, καθαίρω, καθαρίζω, τὴν κοιλίην οἴνῳ, θυμιήμασι Ἡρόδ. 2. 86. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ, στραγγίζομαι, «λαγαρίζομαι», ὁ αὐτ. 2. 93.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 faire filtrer, clarifier ; nettoyer, purifier;
2 p. ext. verser goutte à goutte : τί τινι qch à qqn;
II. intr. filtrer, s’infiltrer.
Étymologie: διά, ἠθέω.