ἀντίληψις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίληψις''': -εως, ἡ, ([[ἀντιλαμβάνω]]) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ τοῦ διδομένου, ἢ [[λῆψις]] προϊόντος τινὸς πρὸς ἀνταλλαγὴν ἄλλου δοθέντος, χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων καὶ [[πάλιν]] ἀντίληψιν ὧν ἡ [[θάλασσα]] τῇ ἠπείρῳ δίδωσι Θουκ. 1. 120: [[ἀντιποίησις]], τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) ἡ ἀμοιβαία [[προσκόλλησις]], τοῦ δὲ συμμένειν τὰς οὐσίας μετ’ [[ἀλλήλων]] [[μέχρι]] τινὸς αἰτιᾶται τὰς ἐπαλλαγὰς καὶ τὰς ἀντιλήψεις τῶν σωμάτων Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 202· ἐπὶ φυτῶν, ῥιζοβόλησις, μεγίστην ἔχει ῥοπὴν καὶ πρὸς ἀντίληψιν καὶ πρὸς εὐκαρπίαν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 6, 6: ― ἡ [[προσάρτησις]] τῶν κλημάτων ἀμπέλου διὰ τῶν [[ἑλίκων]] (κοιν. ψαλίδων) ἐκ τῶν κλάδων φυτοῦ τινος: ἀλλὰ καὶ τὴν ἕλικα δοκεῖ τούτου [[χάριν]] ἔχειν [[ὅπως]] εὐθὺς [[ἀντίληψις]] γένηται καὶ [[οἷον]] δεσμὸς αὐτόθ. 2.18, 2. 2) [[ἀντιλαβή]], [[μέρος]] τὸ ὁποῖον νὰ πιάσῃ τις ἢ νὰ πιασθῇ ἀπ’ [[αὐτοῦ]], περὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, [[ὅπως]] τῷ ἀμβάτῃ ὡς ἀφθονωτάτη [[ἀντίληψις]] ᾖ Ξεν. Ἱππ. 5. 7· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 743· ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Διόδ. 1. 30· ἀντ. διδόναι τινὶ δίδω εἴς τινα λαβήν, ἀφορμήν, Πλούτ. 2. 966Ε. 3) [[προστασία]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄, ιβ΄, 28. 4) [[ἀξίωσις]] ἐπί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. 5) [[ἐπίθεσις]], [[ἀντίρρησις]], Πλάτ. Φαίδων 87Α, Σοφιστ. 241Β, Ἱππίας Μείζ. 287Α: ― [[ἀμφισβήτησις]] πράγματός τινος ἐν δικατηρίῳ, «ἔστι γὰρ [[ἀντίληψις]] ἀνευθύνου πράγματος [[εἶναι]] δοκοῦντος ὡς ὑπευθύνου [[κατηγορία]]» Ἑρμογέν. περὶ Στάσεων, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 12. 38. 6) τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι διὰ τοῦ νοῦ, [[ἀντίληψις]], Τίμ. Λοκ., 100Β, Διόδ. 3. 15· ποιοτήτων Πλούτ. 2. 625Β. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. τύπου) προσβολὴ ὑπὸ νόσου, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων [[ἀντίληψις]] [[αὐτοῦ]] ἐπεσήμαινε, καὶ ἄν τις ἐσῴζετο ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων, ἡ [[νόσος]] [[ὅμως]] προσέβαλλε τὰ [[ἄκρα]] τοῦ σώματος [[αὐτοῦ]] καὶ [[ἐκεῖ]] ἄφινε τὰ σημεῖα αὐτῆς, Θουκ. 2. 49· ― ὁ Δούκας ἑρμηνεύει ἄλλως τὸ [[χωρίον]]. Ἐν Ψαλμ: κβ΄, 1 (κατὰ τοὺς Ἑβδ.) τὴν φράσιν: [[ὑπὲρ]] τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς, ὁ Ἀκύλας ἑρμηνεύει, [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλάφου τῆς ὀρθρινῆς, ἐνῷ τὸ Ἑβραϊκὸν [[πρότυπον]] ἔχει: εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν.
|lstext='''ἀντίληψις''': -εως, ἡ, ([[ἀντιλαμβάνω]]) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ τοῦ διδομένου, ἢ [[λῆψις]] προϊόντος τινὸς πρὸς ἀνταλλαγὴν ἄλλου δοθέντος, χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων καὶ [[πάλιν]] ἀντίληψιν ὧν ἡ [[θάλασσα]] τῇ ἠπείρῳ δίδωσι Θουκ. 1. 120: [[ἀντιποίησις]], τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) ἡ ἀμοιβαία [[προσκόλλησις]], τοῦ δὲ συμμένειν τὰς οὐσίας μετ’ [[ἀλλήλων]] [[μέχρι]] τινὸς αἰτιᾶται τὰς ἐπαλλαγὰς καὶ τὰς ἀντιλήψεις τῶν σωμάτων Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 202· ἐπὶ φυτῶν, ῥιζοβόλησις, μεγίστην ἔχει ῥοπὴν καὶ πρὸς ἀντίληψιν καὶ πρὸς εὐκαρπίαν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 6, 6: ― ἡ [[προσάρτησις]] τῶν κλημάτων ἀμπέλου διὰ τῶν [[ἑλίκων]] (κοιν. ψαλίδων) ἐκ τῶν κλάδων φυτοῦ τινος: ἀλλὰ καὶ τὴν ἕλικα δοκεῖ τούτου [[χάριν]] ἔχειν [[ὅπως]] εὐθὺς [[ἀντίληψις]] γένηται καὶ [[οἷον]] δεσμὸς αὐτόθ. 2.18, 2. 2) [[ἀντιλαβή]], [[μέρος]] τὸ ὁποῖον νὰ πιάσῃ τις ἢ νὰ πιασθῇ ἀπ’ [[αὐτοῦ]], περὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, [[ὅπως]] τῷ ἀμβάτῃ ὡς ἀφθονωτάτη [[ἀντίληψις]] ᾖ Ξεν. Ἱππ. 5. 7· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 743· ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Διόδ. 1. 30· ἀντ. διδόναι τινὶ δίδω εἴς τινα λαβήν, ἀφορμήν, Πλούτ. 2. 966Ε. 3) [[προστασία]], [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄, ιβ΄, 28. 4) [[ἀξίωσις]] ἐπί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. 5) [[ἐπίθεσις]], [[ἀντίρρησις]], Πλάτ. Φαίδων 87Α, Σοφιστ. 241Β, Ἱππίας Μείζ. 287Α: ― [[ἀμφισβήτησις]] πράγματός τινος ἐν δικατηρίῳ, «ἔστι γὰρ [[ἀντίληψις]] ἀνευθύνου πράγματος [[εἶναι]] δοκοῦντος ὡς ὑπευθύνου [[κατηγορία]]» Ἑρμογέν. περὶ Στάσεων, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 12. 38. 6) τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι διὰ τοῦ νοῦ, [[ἀντίληψις]], Τίμ. Λοκ., 100Β, Διόδ. 3. 15· ποιοτήτων Πλούτ. 2. 625Β. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. τύπου) προσβολὴ ὑπὸ νόσου, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων [[ἀντίληψις]] [[αὐτοῦ]] ἐπεσήμαινε, καὶ ἄν τις ἐσῴζετο ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων, ἡ [[νόσος]] [[ὅμως]] προσέβαλλε τὰ [[ἄκρα]] τοῦ σώματος [[αὐτοῦ]] καὶ [[ἐκεῖ]] ἄφινε τὰ σημεῖα αὐτῆς, Θουκ. 2. 49· ― ὁ Δούκας ἑρμηνεύει ἄλλως τὸ [[χωρίον]]. Ἐν Ψαλμ: κβ΄, 1 (κατὰ τοὺς Ἑβδ.) τὴν φράσιν: [[ὑπὲρ]] τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς, ὁ Ἀκύλας ἑρμηνεύει, [[ὑπὲρ]] τῆς ἐλάφου τῆς ὀρθρινῆς, ἐνῷ τὸ Ἑβραϊκὸν [[πρότυπον]] ἔχει: εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> ([[ἀντιλαμβάνω]]);<br /><b>1</b> action de recevoir en retour, importation;<br /><b>2</b> contradiction ; incertitude, équivoque;<br /><b>II.</b> (Moy. ἀντιλαμβάνομαι);<br /><b>1</b> action de se saisir de, de s’attribuer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> action de percevoir par les sens;<br /><b>3</b> action de saisir par l’intelligence, conception, intelligence de;<br /><b>4</b> action de s’attaquer à ; objection;<br /><b>III.</b> (Pass. ἀντιλαμβάνομαι);<br />état de celui qui est saisi (par une maladie), maladie, affection.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίληψις Medium diacritics: ἀντίληψις Low diacritics: αντίληψις Capitals: ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ
Transliteration A: antílēpsis Transliteration B: antilēpsis Transliteration C: antilipsis Beta Code: a)nti/lhyis

English (LSJ)

later ἀντί-λημψις, εως, ἡ,

   A receiving in turn or exchange, Th.1.120; counterclaim, X. HG3.5.5.    II (from Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr.208; of cultivated plants, giving a return, Thphr.CP3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.    b taking in hand, τοῦ λ<ε>ιτουργήματος POxy 900.13 (iv A.D.).    2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9; ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30; ἀ. διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e; ἀ. παρέχειν Luc.Anach.2.    3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXXPs.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.    4 claim to a thing, X.HG 3.5.5.    5 objection, Pl.Phd.87a, Sph.241b, Hp.Ma.287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion, θεολογικὴ ἀ. Iamb.Myst.1.8.    6 grasping with the mind, apprehension, Epicur.Fr.250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4; φυσικὴν -ψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀ. does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5; ποιοτήτων Plu.2.625b, cf. Metrod.1.    7 of disease, seizure, attack, τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, 1) das dagegen Nehmen, Empfangen, Thuc. 1, 120. – 2) das Ergreifen, von der Krankheit, Thuc. 2, 49; der Anhalt, Xen. Equ. 5, 7, das für sich Nehmen, in Anspruch Nehmen, τῆς δεκάτης Hell. 3, 5, 5; das Auffassen, Wahrnehmen, ὑπὸ ἀντίληψιν πεσεῖν Tim. Locr. 100 b. Gelegenheit zum Tadel, Widerspruch, ἀντιλήψεις καὶ ἀπορίαι Soph. 241 b, vgl. Hipp. mai. 287 a; νόμοι πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχοντες Plut. Sol. 18, Schwierigkeit. – Bei Plut. fac. orb. lun. 22 das Auffallen der Lichtstrahlen (vielleicht ἀντίλαμψις). – 3) Das sich einer Sache Annehmen, Beistand, Sp. – Bei Theophr. das Angehen, Wurzelfassen der Pflanzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίληψις: -εως, ἡ, (ἀντιλαμβάνω) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ τοῦ διδομένου, ἢ λῆψις προϊόντος τινὸς πρὸς ἀνταλλαγὴν ἄλλου δοθέντος, χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι Θουκ. 1. 120: ἀντιποίησις, τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) ἡ ἀμοιβαία προσκόλλησις, τοῦ δὲ συμμένειν τὰς οὐσίας μετ’ ἀλλήλων μέχρι τινὸς αἰτιᾶται τὰς ἐπαλλαγὰς καὶ τὰς ἀντιλήψεις τῶν σωμάτων Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 202· ἐπὶ φυτῶν, ῥιζοβόλησις, μεγίστην ἔχει ῥοπὴν καὶ πρὸς ἀντίληψιν καὶ πρὸς εὐκαρπίαν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 6, 6: ― ἡ προσάρτησις τῶν κλημάτων ἀμπέλου διὰ τῶν ἑλίκων (κοιν. ψαλίδων) ἐκ τῶν κλάδων φυτοῦ τινος: ἀλλὰ καὶ τὴν ἕλικα δοκεῖ τούτου χάριν ἔχειν ὅπως εὐθὺς ἀντίληψις γένηται καὶ οἷον δεσμὸς αὐτόθ. 2.18, 2. 2) ἀντιλαβή, μέρος τὸ ὁποῖον νὰ πιάσῃ τις ἢ νὰ πιασθῇ ἀπ’ αὐτοῦ, περὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, ὅπως τῷ ἀμβάτῃ ὡς ἀφθονωτάτη ἀντίληψις ᾖ Ξεν. Ἱππ. 5. 7· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 743· ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Διόδ. 1. 30· ἀντ. διδόναι τινὶ δίδω εἴς τινα λαβήν, ἀφορμήν, Πλούτ. 2. 966Ε. 3) προστασία, βοήθεια, συνδρομή, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄, ιβ΄, 28. 4) ἀξίωσις ἐπί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. 5) ἐπίθεσις, ἀντίρρησις, Πλάτ. Φαίδων 87Α, Σοφιστ. 241Β, Ἱππίας Μείζ. 287Α: ― ἀμφισβήτησις πράγματός τινος ἐν δικατηρίῳ, «ἔστι γὰρ ἀντίληψις ἀνευθύνου πράγματος εἶναι δοκοῦντος ὡς ὑπευθύνου κατηγορία» Ἑρμογέν. περὶ Στάσεων, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 12. 38. 6) τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι διὰ τοῦ νοῦ, ἀντίληψις, Τίμ. Λοκ., 100Β, Διόδ. 3. 15· ποιοτήτων Πλούτ. 2. 625Β. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. τύπου) προσβολὴ ὑπὸ νόσου, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινε, καὶ ἄν τις ἐσῴζετο ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων, ἡ νόσος ὅμως προσέβαλλε τὰ ἄκρα τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ ἄφινε τὰ σημεῖα αὐτῆς, Θουκ. 2. 49· ― ὁ Δούκας ἑρμηνεύει ἄλλως τὸ χωρίον. Ἐν Ψαλμ: κβ΄, 1 (κατὰ τοὺς Ἑβδ.) τὴν φράσιν: ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς, ὁ Ἀκύλας ἑρμηνεύει, ὑπὲρ τῆς ἐλάφου τῆς ὀρθρινῆς, ἐνῷ τὸ Ἑβραϊκὸν πρότυπον ἔχει: εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (ἀντιλαμβάνω);
1 action de recevoir en retour, importation;
2 contradiction ; incertitude, équivoque;
II. (Moy. ἀντιλαμβάνομαι);
1 action de se saisir de, de s’attribuer;
2 fig. action de percevoir par les sens;
3 action de saisir par l’intelligence, conception, intelligence de;
4 action de s’attaquer à ; objection;
III. (Pass. ἀντιλαμβάνομαι);
état de celui qui est saisi (par une maladie), maladie, affection.
Étymologie: ἀντιλαμβάνω.