πρωτοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοπᾰθής''': -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.
|lstext='''πρωτοπᾰθής''': -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που [[πρώτος]] ή για πρώτη [[φορά]] παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για νόσο, [[σύμπτωμα]] ή [[ανωμαλία]]) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική [[εκδήλωση]] και όχι [[συνέχεια]] ή [[συνέπεια]] άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> / -<i>παθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]] <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπαθής Medium diacritics: πρωτοπαθής Low diacritics: πρωτοπαθής Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: prōtopathḗs Transliteration B: prōtopathēs Transliteration C: protopathis Beta Code: prwtopaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A affected first, ἀήρ Eust.41.22. Adv. -θῶς, f.l. for ἀνθρωποπ- in Id.38.8.

German (Pape)

[Seite 805] ές, zuerst leidend, Clem. Al. u. a. Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπᾰθής: -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν
αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι
νεοελλ.
ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -παθής / -παθος (< πάθος), πρβλ ομοιο-παθής].