προγαστρίδιος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον. | |lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γαστήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12. II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.
German (Pape)
[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.
Greek (Liddell-Scott)
προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.