πλαγιασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιασμός''': ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., [[ἀπάτη]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ [[χρῆσις]] τῶν πλαγίων πτώσεων.
|lstext='''πλᾰγιασμός''': ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., [[ἀπάτη]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ [[χρῆσις]] τῶν πλαγίων πτώσεων.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πλαγιάζω]]<br />(για την [[τροχιά]] του Ηλίου) [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξότητα]], [[πλαγιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[μαιευτική]]) η [[πλάγια]] [[εμφάνιση]] του εμβρύου<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) η [[χρήση]] τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων<br />β) [[κλίση]] ονομάτων ή ρημάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απάτη]], [[δόλος]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιασμός Medium diacritics: πλαγιασμός Low diacritics: πλαγιασμός Capitals: ΠΛΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plagiasmós Transliteration B: plagiasmos Transliteration C: plagiasmos Beta Code: plagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5.    2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60.    3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.).    II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflexion, Sch.rec.S.El.365.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.