σύνολος: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνολος''': -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· [[ὡσαύτως]] η, ον [[αὐτόθι]] 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― [[ὅλος]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ [[σῶμα]] τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. [[οὐσία]] ἢ τὸ σύνολον, «[[λέγω]] δὲ τὸ σύνολον [[ὅταν]] κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον [[ἄμφω]] [[ταῦτα]];» 52. 11· «[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. [[συνόλως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β. | |lstext='''σύνολος''': -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· [[ὡσαύτως]] η, ον [[αὐτόθι]] 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― [[ὅλος]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ [[σῶμα]] τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. [[οὐσία]] ἢ τὸ σύνολον, «[[λέγω]] δὲ τὸ σύνολον [[ὅταν]] κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον [[ἄμφω]] [[ταῦτα]];» 52. 11· «[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. [[συνόλως]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />tout ensemble, entier, complet ; <i>adv.</i> • τὸ σύνολον en général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὅλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Arist.Metaph.1037a32; also η, ον ib.26, Pl.Plt.299d:—
A all together, ll. cc., POxy.1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη PGen. 54.23 (iv A.D.); τὸ σῶμα τὸ σ. Arist.HA491a28, etc.; ἡ σ. οὐσία the complete substance, i.e. the εἶδος with the ὕλη, Id.Metaph.1037a32; τὸ σ. in this sense, ib.995b35, 1060b24; but τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων (viz. σῶμα and εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον) συντιθέμενον the whole composed of these (here genus and differentia), Id.Top.130a12. II τὸ σ. as Adv., on the whole, in general, Pl.Sph.220b, Lg.654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Thphr.CP2.3.3; after a neg., at all, whatsoever, μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ. IG12.6.43; οὐδὲν τὸ σ. PFlor.32b15 (iii A.D.), cf. PGrenf.2.76.18 (iv A.D.), etc. 2 regul. Adv. -λως Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.
German (Pape)
[Seite 1030] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σύνολος: -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· ὡσαύτως η, ον αὐτόθι 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― ὅλος ὁμοῦ, Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ σῶμα τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. οὐσία ἢ τὸ σύνολον, «λέγω δὲ τὸ σύνολον ὅταν κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον ἄμφω ταῦτα;» 52. 11· «λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. συνόλως ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
tout ensemble, entier, complet ; adv. • τὸ σύνολον en général.
Étymologie: σύν, ὅλος.