συναπτικός: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169. | |lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de marquer la connexion ; <i>t. de gramm.</i> συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, <i>c.</i> [[εἰ]], [[εἴπερ]], <i>etc. ; t. de gramm.</i> corrélatif.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8. II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ σ. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. -κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169. III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.
German (Pape)
[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.
Greek (Liddell-Scott)
συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de marquer la connexion ; t. de gramm. συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, c. εἰ, εἴπερ, etc. ; t. de gramm. corrélatif.
Étymologie: συνάπτω.