Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποστατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, ἵσταμαι [[μακράν]] τινος, ἄτα δ’ ἀποστατεῖ φίλων Αἰσχύλ. Χο. 826, Ἀποσπ. 156,287· [[οὔκουν]] [[πάρος]] γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός Σοφ. Ἀντ. 993· μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει, δὲν ἦτο [[μακράν]] ἀπό… ὁ αὐτ. Ο. Τ. 743· ἀποσκιρτῶ, [[καταλείπω]], κοὐκ ἀποστατῶ φίλων Ἀριστοφ. Ὄρν. 314, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 24, κτλ.· ἀπ. τῶν ὄντων, [[ἀπέχω]] ἀπό, διατελῶ [[ἄνευ]], Πλάτ. Παρμ. 144Β, πρβλ. Θεαίτ. 205Α. ΙΙ. ἀπολ., ἵσταμαι [[μακράν]], εἶμαι ἀπών, Αἰσχύλ. Χο. 444· [[ἑκάς]], [[πρόσω]] ἀπ., ἵσταμαι [[μακράν]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 1104, Εὐμ. 65· σμικρὸν ἀπ. Πλάτ. Κρατ. 428 D.
|lstext='''ἀποστᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, ἵσταμαι [[μακράν]] τινος, ἄτα δ’ ἀποστατεῖ φίλων Αἰσχύλ. Χο. 826, Ἀποσπ. 156,287· [[οὔκουν]] [[πάρος]] γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός Σοφ. Ἀντ. 993· μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει, δὲν ἦτο [[μακράν]] ἀπό… ὁ αὐτ. Ο. Τ. 743· ἀποσκιρτῶ, [[καταλείπω]], κοὐκ ἀποστατῶ φίλων Ἀριστοφ. Ὄρν. 314, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 24, κτλ.· ἀπ. τῶν ὄντων, [[ἀπέχω]] ἀπό, διατελῶ [[ἄνευ]], Πλάτ. Παρμ. 144Β, πρβλ. Θεαίτ. 205Α. ΙΙ. ἀπολ., ἵσταμαι [[μακράν]], εἶμαι ἀπών, Αἰσχύλ. Χο. 444· [[ἑκάς]], [[πρόσω]] ἀπ., ἵσταμαι [[μακράν]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 1104, Εὐμ. 65· σμικρὸν ἀπ. Πλάτ. Κρατ. 428 D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se tenir à distance, être éloigné de, gén. ; <i>fig.</i> ἀπ. φρενός SOPH être éloigné du sentiment <i>ou</i> des dispositions de qqn;<br /><b>2</b> s’éloigner de, faire défection, abandonner, gén.;<br /><b>3</b> être absent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰτέω Medium diacritics: ἀποστατέω Low diacritics: αποστατέω Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: apostatéō Transliteration B: apostateō Transliteration C: apostateo Beta Code: a)postate/w

English (LSJ)

   A stand aloof from, τινός A.Ch.826(lyr.), Fr.161, 301; οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός S.Ant.993; μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει was not far from .., Id.OT743; fall off from, fail one, κοὐκ ἀποστατῶ φίλων Ar.Av.312; βουλευτέον ὅπως μηδεὶς τῶν νῦν παρόντων ἀποστατήσει ἡμῶν συμμάχων X.Cyr.4.5.24; ἀ. τῶν ὄντων to be absent from, Pl.Prm.144b, cf. Tht.205a.    2 of the soul, etc., fall away from the divine, Plot.5.1.5, 5.3.16.    II abs., stand alocf, be absent, A.Ch.444(lyr.); ἑκάς, πρόσω ἀ., Id.Ag.1104(lyr.), Eu.65; σμικρὸν ἀ. Pl.Cra.428d.

German (Pape)

[Seite 326] 1) ab-, entfernt von etwas stehen, Aesch. öfter praes. u. impf., ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποστατῶν Eum. 65; μορφῆς σῆς οὐκ ἀποστατεῖ πολύ, er ist dir nicht unähnlich, Soph. O. R. 745; σῆς φρενός, stimmt nicht mit deinem Sinn, Ant. 980. – 2) abfallen, sich trennen von Jemand, φίλων Ar. Av. 318; Plat. Parm. 144 b; Xen. Cyr. 4, 5, 29 u. Folgde. – 3) übh. abwesend sein, fehlen, Xen. Oec. 8, 15 n. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰτέω: μέλλ. -ήσω, ἵσταμαι μακράν τινος, ἄτα δ’ ἀποστατεῖ φίλων Αἰσχύλ. Χο. 826, Ἀποσπ. 156,287· οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός Σοφ. Ἀντ. 993· μορφῆς δὲ τῆς σῆς οὐκ ἀπεστάτει, δὲν ἦτο μακράν ἀπό… ὁ αὐτ. Ο. Τ. 743· ἀποσκιρτῶ, καταλείπω, κοὐκ ἀποστατῶ φίλων Ἀριστοφ. Ὄρν. 314, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 24, κτλ.· ἀπ. τῶν ὄντων, ἀπέχω ἀπό, διατελῶ ἄνευ, Πλάτ. Παρμ. 144Β, πρβλ. Θεαίτ. 205Α. ΙΙ. ἀπολ., ἵσταμαι μακράν, εἶμαι ἀπών, Αἰσχύλ. Χο. 444· ἑκάς, πρόσω ἀπ., ἵσταμαι μακράν, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1104, Εὐμ. 65· σμικρὸν ἀπ. Πλάτ. Κρατ. 428 D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se tenir à distance, être éloigné de, gén. ; fig. ἀπ. φρενός SOPH être éloigné du sentiment ou des dispositions de qqn;
2 s’éloigner de, faire défection, abandonner, gén.;
3 être absent.
Étymologie: ἀφίστημι.