ὁρμαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_22)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]].
|lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρμαθίζω]]) [[ορμαθός]]<br />[[περνώ]] ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, [[αρμαθιάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμᾰθίζω Medium diacritics: ὁρμαθίζω Low diacritics: ορμαθίζω Capitals: ΟΡΜΑΘΙΖΩ
Transliteration A: hormathízō Transliteration B: hormathizō Transliteration C: ormathizo Beta Code: o(rmaqi/zw

English (LSJ)

   A string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.

German (Pape)

[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁρμαθίζω) ορμαθός
περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω.