ἀφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.[[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
|lstext='''ἀφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ἀφανής]], τὸ μὴ φαίνεσθαι, [[σκότος]], [[ἀσάφεια]], Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., [[ἔλλειψις]] ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.[[ἐξαφάνισις]]. παντελὴς [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ [[τύπος]] ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> obscurité;<br /><b>2</b> disparition, ruine, perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνεια Medium diacritics: ἀφάνεια Low diacritics: αφάνεια Capitals: ΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: apháneia Transliteration B: aphaneia Transliteration C: afaneia Beta Code: a)fa/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀ. want of illustrious birth or rank, Th.2.37.    2 invisibility, Dam. Pr.6.    II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.

German (Pape)

[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ.ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.