δρόμος: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, [[μετὰ]] πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 43 δύ’ ἢ [[τρεῖς]] δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ [[τρεῖς]] γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν [[εἶναι]] ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.
|lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, [[μετὰ]] πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 43 δύ’ ἢ [[τρεῖς]] δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ [[τρεῖς]] γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν [[εἶναι]] ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> action de courir :<br /><b>1</b> course : δρόμῳ [[χρῆσθαι]] HDT, χωρεῖν THC aller <i>ou</i> s’avancer en courant ; ἅπαντι [[χρῆσθαι]] [[τῷ]] δρόμῳ LUC courir de toutes ses forces;<br /><b>2</b> lutte à la course, soit à pied, soit en char ; <i>fig.</i> δρόμον θεῖν HDT disputer le prix de la course ; <i>en gén.</i> lutter (pour qch);<br /><b>II.</b> emplacement pour courir ; <i>particul.</i> emplacement pour la course à pied <i>ou</i> en char, stade, carrière : [[ἔξω]] δρόμου φέρεσθαι ESCHL, [[ἐκ]] δρόμου πίπτειν ESCHL être emporté hors de la carrière, <i>càd</i> s’écarter du but ; <i>fig.</i> [[οὐδέν]] ἐστ’ [[ἔξω]] δρόμου ESCHL <i>litt.</i> cela n’est en rien en dehors de la carrière à parcourir, <i>càd</i> hors de propos.<br />'''Étymologie:''' R. Δραμ, courir.
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρόμος Medium diacritics: δρόμος Low diacritics: δρόμος Capitals: ΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: drómos Transliteration B: dromos Transliteration C: dromos Beta Code: dro/mos

English (LSJ)

ὁ, (δραμεῖν)

   A course, race, in Il.mostly of horses, ἵπποισι τάθη δρόμος 23.375; also of men, τέτατο δρόμος ib.758; οὐρίῳ δρόμῳ with prosperous course, S.Aj.889 (lyr.); ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ at full speed, Luc.Dom.10: of any quick movement, e. g. flight, A.Pers.207: of Time, ἡμέρης δ. a day's running, i. e. the distance one can go in a day, Hdt.2.5; κατανύσαι τὸν προκείμενον δ. Id.8.98; ἵππου δ. ἡμέρας D.19.273: of Things, δ. νεφέλης, ἡλίου τε καὶ σελήνης, E.Ph.163, Pl. Ax.370b (pl.), etc.; οἱ δ. τῶν ἀστέρων Procl.Par.Ptol.136; δρόμῳ at a run, freq. with Verbs of motion, δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπόν Hdt.9.59; ἰέναι Id.3.77; χρῆσθαι Id.6.112; χωρεῖν Th.4.31; δ. ξυνῆψαν E. Ph.1101; βοηθῆσαι δ. Ar.Fr.551: in pl., δρόμοις A.Pr.838, Supp. 819.    2 foot-race, as a contest, IG2.594.11, al.: prov., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον (-μου codd.) θεῖν to run for one's life, Hdt.8.74; τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Ar.V.375; περὶ ψυχῆς ὁ δ. Pl.Tht.173a: generally, contest, πλαγᾶν δρόμος, i. e. a pugilistic contest, Pi.I.5(4).60.    3 lap in a race, S.El.726 (interpol. ib.691); ἐν τῷ δευτέρῳ δ. Arist.HA 579a8.    4 in speaking, rapid delivery, Longin.Rh.p.312S.    II place for running, δρόμοι εὐρέες runs for cattle, Od.4.605.    2 racecourse, Hdt.6.126, E.Andr.599.    3 public walk, ἐν εὐσκίοις δ. Ἀκαδήμου Eup.32, cf. IG22.1126.36, etc.; colonnade, Pl.Tht.144c; κατάστεγος δ. cloister, Id.Euthd.273a; δ. ξυστός Aristias 5; in Crete, = γυμνάσιον, Suid., cf. SIG463.14 (Itanos, iii B. C.); δύ' ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε having taken two or three turns in the cloister, Pl.Euthd. l. c.; in Egypt, avenue of Sphinxes at entrance of temples, OGI56.52 (Canopus, Ptol. III), Str.17.1.28, etc.; δ. τοῦ ἱεροῦ BGU 1130.10 (i B. C.).    4 orchestra in the theatre (Tarent.), Hsch.    5 metaph., ἔξω δρόμου or ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι get off the course, i. e. wander from the point, A.Pr.883 (anap.), Pl.Cra.414b; ἐκ δρόμου πεσεῖν A.Ag.1245; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου 'tis not foreign to the purpose, Id.Ch.514.    III δ. δημόσιος, = Lat. cursus publicus, Procop. Vand.1.16, Arc.30, Lyd.Mag.2.10; δ. ὀξύς, = Lat. cursus velox, ib.3.61, POxy.900.7 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, der Lauf (δραμεῖν); Homer: von Menschen, Wettlauf, im singular., Odyss. 8, 121 Iliad. 23, 758. 768; von Pse rden, im singular., Wettlauf Iliad. 23, 300. 361. 373. 375. 526, in der Schlacht Iliad. 18, 281; Pl atz zum Laufen, Rennbahn, für Pferde, im singular. Iliad. 23, 321 ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, im plural. Odyss. 4, 605 ἐν δ' Ἰθάκῃ οὔτ' ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών. – Folgende: 1) der Lauf, das Rennen; Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 838, wie Hippocr.; vom Laufe der Gestirne, Plat. Ax. 370 b; δρόμῳ χωρεῖν, ἰέναι, ἔρχεσθαι, θεῖν u. ä., Thuc. 3, 4 Plat. Crat. 397 d u. A., schnell gehen, laufen; bes. beim Heere, = im Sturmschritt, Xen. An. 1, 8, 18, wo Krüger mehr Beispiele beibringt; ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, aus allen Kräften laufen, Luc. dom. 10; Her. sagt περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, einen entscheidenden Kampf bestehen, 8, 74; vgl. τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, den Wettlauf ums Leben, Ar. Vesp. 376; Plat. Theaet. 175 a. – 2) der freie Platz zum Laufen, die Rennbahn, Soph. El. 703. 738 u. Folgde. – Bei Plat. auch ein Ort zum Spazierengehen, τῶν ἐν τοῖς δρόμοις περιπάτων Phaedr. 227 b; der auch bedeckt ist, περιεπατείτην ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Euthyd. 273 a; vgl. ἐν τῷ ἔξω δρόμῳ (Halle?) ἠλείφοντο Theaet. 144 c. Dah. Ἀκαδήμου, die Akademie, Eupol. bei D. L. 3, 7. Von einer Vorhalle eines Tempels Strab. XVII p. 805; u. nach Hesych. auch die Orchestra, od. der Theil derselben, auf welchem der Chor eintritt. – Uebertr.; ἔξω δρόμου φέρεσθαι Aesch. Prom. 885, wie ἐκ δρόμου πεσὼν τρἐχω, von der Laufbahn abschweifen, vom Ziel abkommen; vgl. Ch. 1018; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου, es ist nicht ungehörig, unzweckmäßig, 507; so ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Plat. Crat. 414 b.

Greek (Liddell-Scott)

δρόμος: ὁ, (δραμεῖν, δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη δρόμος, καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο δρόμος, ἴδε ἐν λ. τείνω Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, μετὰ πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- ἐντεῦθεν ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, ἤτοι τὸ διάστημα, ὅπερ δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- συχνάκις μετὰ ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· ὡσαύτως κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν ἅμιλλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, τρέχω ΙΙ. 2·- καθόλου, ἀγών, ἅμιλλα, πλαγᾶν δρόμος, δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ μῆκος τοῦ σταδίου, στάδιον, Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ αὐτόθι 691, φαίνεται ὅτι κεῖται καθόλου ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. τρέχω· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. τόπος κατάλληλος πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· δημόσιος περίπατος, Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ κατάστεγος δρ., Λατ. ambulatio tecta, διάδρομος ὑπόστεγος, Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ Πολυδ. Θ΄, 43 δύ’ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ τρεῖς γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν εἶναι ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. action de courir :
1 course : δρόμῳ χρῆσθαι HDT, χωρεῖν THC aller ou s’avancer en courant ; ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ LUC courir de toutes ses forces;
2 lutte à la course, soit à pied, soit en char ; fig. δρόμον θεῖν HDT disputer le prix de la course ; en gén. lutter (pour qch);
II. emplacement pour courir ; particul. emplacement pour la course à pied ou en char, stade, carrière : ἔξω δρόμου φέρεσθαι ESCHL, ἐκ δρόμου πίπτειν ESCHL être emporté hors de la carrière, càd s’écarter du but ; fig. οὐδέν ἐστ’ ἔξω δρόμου ESCHL litt. cela n’est en rien en dehors de la carrière à parcourir, càd hors de propos.
Étymologie: R. Δραμ, courir.