μνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_5)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνήσκομαι''': ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ. [[ὑπομνήσκω]].
|lstext='''μνήσκομαι''': ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ. [[ὑπομνήσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μνήσκομαι]] (ΑΜ)<br />μιμνήσκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> [[χωρίς]] διπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπο</i>-<i>μνήσκω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήσκομαι Medium diacritics: μνήσκομαι Low diacritics: μνήσκομαι Capitals: ΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: mnḗskomai Transliteration B: mnēskomai Transliteration C: mniskomai Beta Code: mnh/skomai

English (LSJ)

shortd. for μιμνήσκομαι, Anacr.94.4.

German (Pape)

[Seite 195] für μιμνήσκομαι, Anacr. in Anth. 16 (App. 4).

Greek (Liddell-Scott)

μνήσκομαι: ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ. ὑπομνήσκω.

Greek Monolingual

μνήσκομαι (ΑΜ)
μιμνήσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι-μνή-σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο-μνήσκω)].