κατασχηματίζω: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[πλάττω]] μὲ σχῆμά τι, [[παρασκευάζω]] μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, [[ἐνδύω]], [[σφᾶς]] αὐτοὺς [[οὕτως]] Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, [[πλαστός]], Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β. | |lstext='''κατασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[πλάττω]] μὲ σχῆμά τι, [[παρασκευάζω]] μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, [[ἐνδύω]], [[σφᾶς]] αὐτοὺς [[οὕτως]] Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, [[πλαστός]], Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=former, façonner, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ [[καλόν]] PLUT à ce qui est bien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχηματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.
French (Bailly abrégé)
former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.