Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιόω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]])· [[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]])· [[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre ensemble <i>ou</i> avec ; <i>fig.</i> vivre avec (la sagesse, le bonheur, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβιος]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐόω Medium diacritics: συμβιόω Low diacritics: συμβιόω Capitals: ΣΥΜΒΙΟΩ
Transliteration A: symbióō Transliteration B: symbioō Transliteration C: symvioo Beta Code: sumbio/w

English (LSJ)

fut. -βιώσομαι: pf. -βεβίωκα: aor. -εβίων, inf. -βιῶναι, but also aor. 1

   A -βιῶσαι Thphr. HP2.1.2, D.S.4.54, Sor.2.89:—live with, τινι Isoc.15.97; μετά τινος Arist.MM1212b31; πρός τινα (v. συμβιωτέον) ; ἥδιστος συμβιῶναι Isoc.Ep.4.4; χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν Arist.EN1126a31; ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Pl.Smp.181d; of a husband, Wilcken Chr.122.3 (i A.D.); of a concubine, BGU614.3 (iii A.D.); of a wedded pair, as opp. to mere cohabitation (συνοικεῖν), Plu.2.142f, cf. BGU251.4 (i A.D.), etc.    2 of plants, [ἐλάαν φασὶ] πρὸς κιττὸν σ. Thphr. l.c.    3 metaph., σ. τῷ φρονεῖν Clearch.15; ἀγαθῇ τύχῃ D.18.266; χαρὰ σ. τινί Plu.2.1099f; σ. μέσφι θανάτου, of a disease, Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 978] (s. βιόω), mit, zugleich, zusammen leben, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι, Plat. Conv. 181 d; Arist. eth. 4, 11, Pol. 10, 25, 2 u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιόω: μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ ὡσαύτως ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε συμβιωτέονἥδιστος συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἐλαία πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. μέσφι θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre ensemble ou avec ; fig. vivre avec (la sagesse, le bonheur, etc.) τινι.
Étymologie: σύμβιος.