γυμνής: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυμνής''': ῆτος, ὁ,= [[γυμνός]], Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]], [[εὔζωνος]], Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, [[ὥσπερ]] οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., [[Πολυδ]]. Γ, 83· [[ὡσαύτως]] γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= [[Γυμνοσοφισταί]], Στράβων 719· [[ἐντεῦθεν]] γημνῆτις [[σοφία]], ἡ [[φιλοσοφία]] των, Πλούτ. 2. 322Β. | |lstext='''γυμνής''': ῆτος, ὁ,= [[γυμνός]], Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς [[στρατιώτης]], [[εὔζωνος]], Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, [[ὥσπερ]] οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., [[Πολυδ]]. Γ, 83· [[ὡσαύτως]] γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= [[Γυμνοσοφισταί]], Στράβων 719· [[ἐντεῦθεν]] γημνῆτις [[σοφία]], ἡ [[φιλοσοφία]] των, Πλούτ. 2. 322Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος;<br /><i>adj.</i><br />nu ; armé à la légère ; <i>subst.</i> ὁ [[γυμνής]] soldat armé à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
A = γυμνός, βίος D.S.3.8. II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph.1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5. 2 in pl., γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v.Χίος, Eust.adD.P.533. 3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70.
German (Pape)
[Seite 509] ῆτος, ὁ, = γυμνός, βίος D. Sic. 3, 8; besleicht bewaffneter Soldat, = γυμνήτης, was sich auch als v. l. im plur. oft daneben findet, Her. 9, 63; Eur. Phoen. 1147; Xen. oft.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνής: ῆτος, ὁ,= γυμνός, Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης, εὔζωνος, Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, ὥσπερ οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· ὡσαύτως γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= Γυμνοσοφισταί, Στράβων 719· ἐντεῦθεν γημνῆτις σοφία, ἡ φιλοσοφία των, Πλούτ. 2. 322Β.
French (Bailly abrégé)
ῆτος;
adj.
nu ; armé à la légère ; subst. ὁ γυμνής soldat armé à la légère.
Étymologie: γυμνός.