μονίας: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονίας''': -ου, ὁ, ὁ ζῶν [[μόνος]], ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· [[βίος]] [[μονίας]], [[μονήρης]], Εὐστ. 1409. 61. | |lstext='''μονίας''': -ου, ὁ, ὁ ζῶν [[μόνος]], ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· [[βίος]] [[μονίας]], [[μονήρης]], Εὐστ. 1409. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />solitaire, vieux sanglier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κάπρος]], [[μονιός]], [[σῦς]], [[ὗς]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A solitary, Ael.NA1.46, 7.47; βίος Eust.1409.61.
German (Pape)
[Seite 202] ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.
Greek (Liddell-Scott)
μονίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν μόνος, ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· βίος μονίας, μονήρης, Εὐστ. 1409. 61.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
solitaire, vieux sanglier, animal.
Étymologie: μόνος.
Syn. κάπρος, μονιός, σῦς, ὗς².