ἀσεβέω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσεβέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀσεβής]], φέρομαι ἀσεβῶς, [[ἁμαρτάνω]] περὶ τὰ θεῖα, [[πράττω]] ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[ἀδικέω]], Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· [[περί]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. [[ἀσέβημα]] Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, [[ὅταν]] οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν [[περί]] τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη [[περί]] τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.
|lstext='''ἀσεβέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀσεβής]], φέρομαι ἀσεβῶς, [[ἁμαρτάνω]] περὶ τὰ θεῖα, [[πράττω]] ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[ἀδικέω]], Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· [[περί]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. [[ἀσέβημα]] Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, [[ὅταν]] οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν [[περί]] τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη [[περί]] τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠσέβουν, <i>f.</i> ἀσεβήσω, <i>ao.</i> ἠσέβησα, <i>pf.</i> ἠσέβηκα;<br /><b>I.</b> être impie, commettre une impiété, un sacrilège, avec [[εἰς]] <i>ou</i> [[περί]] et l’acc. ; avec un acc. ἀσεβεῖν τινα <i>ou</i> [[τι]] outrager qqn <i>ou</i> qch par une impiété;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i><br /><b>1</b> être profané, outragé par une impiété;<br /><b>2</b> être commis sous forme d’impiété : τὰ ἠσεβημένα les impiétés commises.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσεβής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσεβέω Medium diacritics: ἀσεβέω Low diacritics: ασεβέω Capitals: ΑΣΕΒΕΩ
Transliteration A: asebéō Transliteration B: asebeō Transliteration C: aseveo Beta Code: a)sebe/w

English (LSJ)

   A to be impious, act profanely, commit sacrilege, Hdt.1.159; opp. ἀδικέω, Ar.Th.367; ἀ. ἐς τὸν νηόν Hdt.8.129, cf. E.Ba.490, Antipho 5.93; περὶ τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, Hdt.2.139, Antipho 4.1.2, cf. X.Ap.22, etc.; πρὸς τὰ θεῖα Id.Cyn.13.16: c. acc. cogn., ἀ. ἀσέβημα Pl.Lg.910e; ἀγγελίας καὶ ἐπιτάξεις παρὰ νόμον ἀ. ib.941a; περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἕαλωκε D.21.227.    2 c. acc. pers., sin against, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν' ἀσεβῶν A.Eu. 271 (lyr.); ἀ. θεούς D.S.1.77, Plu.2.291c; τὸ ἱαρὸν IG7.2418 (Thebes, iv B. C.); τὸν Καίσαρα POxy.1612.23 (iii A. D.):—Pass., ἀσεβοῦνται οἱ θεοί Lys.2.7; ἠσεβῆσθαι πρός τινος D.C.57.9; of households, to be affected with the consequences of sin, ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Pl. Lg.877e.    3 Pass. also of the act, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν περί τινος And.1.10; τὰ ἠσεβημένα Lys.6.6.

German (Pape)

[Seite 369] ein ἀσεβής sein, gottlos handeln, freveln, absolut, λόγοις καὶ ἔργοις Plat. Legg. X, 907 d; περί τι IX, 868 d; wie Her. 2, 139; εἴς τινα 8, 129; wie Eur. Bacch. 490 u. Dem. 59, 12; ἔς τι Xen. Hell. 1, 4, 6; τινά, beleidigen, kränken, θεόν Aesch. Eum. 260, wie Plut. qu. Rom. 113; c. acc. der Sache, ἐπιτάξεις Plat. Legg. XII, 941 a; pass., ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων IX, 877 e; τὰ περί τινα ἠσεβημένα, die an Einem verübten Frevelthaten, Aeschin.; aber τὰ ἠσ. αὐτῷ, die von ihm verübten Frevelthaten, Lys. 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσεβέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀσεβής, φέρομαι ἀσεβῶς, ἁμαρτάνω περὶ τὰ θεῖα, πράττω ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ ἀδικέω, Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· περί τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· πρός τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· ὡσαύτως μετὰ συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. ἀσέβημα Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, ὅταν οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν περί τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη περί τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠσέβουν, f. ἀσεβήσω, ao. ἠσέβησα, pf. ἠσέβηκα;
I. être impie, commettre une impiété, un sacrilège, avec εἰς ou περί et l’acc. ; avec un acc. ἀσεβεῖν τινα ou τι outrager qqn ou qch par une impiété;
II. Pass.
1 être profané, outragé par une impiété;
2 être commis sous forme d’impiété : τὰ ἠσεβημένα les impiétés commises.
Étymologie: ἀσεβής.