ἐΐσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐΐσκω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *[[εἴκω]], [[ἔοικα]], πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. [[ἴσκω]]), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., [[δέμας]] ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη [[ὅμοιος]], Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον [[πρός]], [[παρομοιάζω]], τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... [[ἐΐσκω]], σὲ [[παρομοιάζω]] πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ [[ἐΐσκω]] ἄθλων, δέν σε [[νομίζω]] ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ [[δαήμων]] ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα [[ἔμεν]] Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· [[ἄντα]] [[σέθεν]] γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν [[εἶναι]] Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.
|lstext='''ἐΐσκω''': Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *[[εἴκω]], [[ἔοικα]], πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. [[ἴσκω]]), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., [[δέμας]] ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη [[ὅμοιος]], Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον [[πρός]], [[παρομοιάζω]], τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... [[ἐΐσκω]], σὲ [[παρομοιάζω]] πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ [[ἐΐσκω]] ἄθλων, δέν σε [[νομίζω]] ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ [[δαήμων]] ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα [[ἔμεν]] Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· [[ἄντα]] [[σέθεν]] γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν [[εἶναι]] Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤϊσκον]];<br /><b>1</b> rendre semblable : αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ OD il se donnait l’air d’un mendiant;<br /><b>2</b> juger semblable ; assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> juger, penser : [[ὡς]] σὺ ἐΐσκεις OD comme tu le penses.<br />'''Étymologie:''' pour *ἐΐκ-σκω de *Ϝε-Ϝίκ-σκω, de la R. Ϝικ être semblable ; cf. *[[εἴκω]], [[ἴσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΐσκω Medium diacritics: ἐΐσκω Low diacritics: εΐσκω Capitals: ΕΪΣΚΩ
Transliteration A: eḯskō Transliteration B: eiskō Transliteration C: eisko Beta Code: e)i/+skw

English (LSJ)

poet. Verb,

   A only pres. and impf. (exc. fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d) :—make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313 :—Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72.    II deem like, liken, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159.    2 c. acc. et inf., deem, suppose, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363, cf. Il.13.446; ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332, cf. Theoc.25.199.    3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝε-ϝίκ-σκω, cf. (ϝ) έ- (ϝ) οικ-α, (ϝ) ε- (ϝ) ικ-υῖα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐΐσκω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *εἴκω, ἔοικα, πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. ἴσκω), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., δέμας ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη ὅμοιος, Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον πρός, παρομοιάζω, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... ἐΐσκω, σὲ παρομοιάζω πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, δέν σε νομίζω ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ δαήμων ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα ἔμεν Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν εἶναι Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἤϊσκον;
1 rendre semblable : αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ OD il se donnait l’air d’un mendiant;
2 juger semblable ; assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre;
3 p. ext. juger, penser : ὡς σὺ ἐΐσκεις OD comme tu le penses.
Étymologie: pour *ἐΐκ-σκω de *Ϝε-Ϝίκ-σκω, de la R. Ϝικ être semblable ; cf. *εἴκω, ἴσκω.