μεταπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
|lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
}}
{{bailly
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπορεύομαι Medium diacritics: μεταπορεύομαι Low diacritics: μεταπορεύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metaporeúomai Transliteration B: metaporeuomai Transliteration C: metaporeyomai Beta Code: metaporeu/omai

English (LSJ)

   A go after, follow up, ἔχθραν Lys.31.2; pursue, punish, τοὺς ἀποστήσαντας Plb.1.88.9; ἀσέβειαν Id.2.58.11, cf. J.AJ6.13.4.    2 seek after, canvass for, ἀρχήν Plb.10.4.2, cf. Πολέμων 1.30 (Demetrias).    3 change, βουλήν, ἤθη, Procop.Goth.4.34, Aed.6.2; ῥεῖθρον, of a river, ib.2.10.    II go from one place to another, migrate, Pl.Lg.904c, PPetr.3p.129 (iii B.C.), PRev.Laws 44.10 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 152] Dep. pass., 1) sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, Plat. Legg. X, 904 c. – 2) nachgehen, τὴν ἀρχήν, ambire, sich um das Amt bewerben, Pol. 10, 4, 2; bes. feindlich verfolgen, nachsetzen, rächen, ἔχθραν μεταπορευόμενος, Lys. 31, 2; τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν, Pol. 2, 8, 10. 58, 11 u. öfter; auch mit dem acc. der Person, bestrafen, 1, 88, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· ὑπάγω κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ μετέρχομαι, ἔχθραν Λυσ. 187· 1: καταδιώκω, τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. ὑπάγω ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, μεταναστεύω, μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.

French (Bailly abrégé)

poursuivre par vengeance, acc..
Étymologie: μετά, πορεύομαι.