βληχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχάομαι Medium diacritics: βληχάομαι Low diacritics: βληχάομαι Capitals: ΒΛΗΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: blēcháomai Transliteration B: blēchaomai Transliteration C: vlichaomai Beta Code: blhxa/omai

English (LSJ)

aor.

   A ἐβληχησάμην AP 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.387.5; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε . . μέλη Id.Pl.293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.V. 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.Chr.35; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in Theoc.16.92.

German (Pape)

[Seite 449] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βληχάομαι: ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … μέλη ὁ αὐτ. Πλ. 293· - ὡσαύτως ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. βληχή, βληχάς, Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ λέξις εἶναι ἀπομίμησις τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, ὅπως τὸ μηκάομαι, συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, μυκάομαι ἐπὶ ταύρων, βρυχάομαι ἐπὶ λεόντων, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. ἐβληχησάμην;
1 bêler;
2 p. ext. pousser des vagissements.
Étymologie: βληχή.