καλυκώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλῠκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
|lstext='''κᾰλῠκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλυκώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με κάλυκα άνθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλυξ]], -<i>υκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠκώδης Medium diacritics: καλυκώδης Low diacritics: καλυκώδης Capitals: ΚΑΛΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: kalykṓdēs Transliteration B: kalykōdēs Transliteration C: kalykodis Beta Code: kalukw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A cup-shaped, ἄνθος Thphr.HP3.5.6, 3.10.4.    II dub. sens., ἐνθάδε Κλειτόριος κεῖται δρῖλον καλυκῶδες κτλ. Raccolta Raccolta Lumbroso 257 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1314] ες, wie eine Blumenknospe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

Greek Monolingual

καλυκώδης, -ες (Α)
όμοιος με κάλυκα άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, κυματ-ώδης)].