πτέλας: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6_14) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτέλας''': ὁ, [[κάπρος]], [[ἄγριος]] [[χοῖρος]], Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «[[πτελέα]]· σῦς ὑπὸ Λακώνων». | |lstext='''πτέλας''': ὁ, [[κάπρος]], [[ἄγριος]] [[χοῖρος]], Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «[[πτελέα]]· σῦς ὑπὸ Λακώνων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[κάπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αντ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἐλέφας]], -<i>αντος</i>) και πιθ. συνδέεται με τη λ. [[πτελέα]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> [[πτελέα]] (II) «[[αγριογούρουνο]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kia</i><i>ū</i><i>le</i> «[[γουρούνι]]» και αρχ. ινδ. <i>kiri</i>- «[[κάπρος]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]]. Αμφίβολη, [[τέλος]], φαίνεται και η [[σύνδεση]] του τ. με τα [[πελιτνός]], [[πελιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.
Greek (Liddell-Scott)
πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα πελιτνός, πελιός.